Anonymous

ἐπίτονος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίτονος''': -ον, ([[ἐπιτείνω]]), [[ἔντονος]], Διοδώρ. Ἐκλογ. 557· ἐπὶ ἤχου, Φιλόστρ. 537. ― Ἐπιρρ. -νως, κατὰ διόρθωσιν Turneb. ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 385. ΙΙ. [[ἐπίτονος]] (ἐξυπ. [[ἱμάς]]), ὁ, [[σχοινίον]] πλοίου, ἐκτεινόμενον ἐκ τοῦ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] ἱστοῦ, ἀντίθ. τῷ πρότονος, αὐτὰρ ἐπ᾿ αὐτῷ ἱστῷ [[ἐπίτονος]] βέβλητο, βοὸς ῥινοῖο τετευχώς, [[ἔνθα]] τὸ ἐπ. [[εἶναι]] μακρὸν ἐν ἀρχῇ τοῦ στίχου, Ὀδ. Μ. 423. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ἐπίτονος]], ὁ δεσμεύων ἱμὰς πρὸς τὸν ἱστὸν τὸ [[κέρας]]». 2) ἐπίτονοι, οἱ μεγάλοι μυῶνες τοῦ ὤμου καὶ βραχίονος, Πλάτ. Τίμ. 84Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 4· νεύρων ἐπίτονοι Πλάτ. Νόμοι 945C.
|lstext='''ἐπίτονος''': -ον, ([[ἐπιτείνω]]), [[ἔντονος]], Διοδώρ. Ἐκλογ. 557· ἐπὶ ἤχου, Φιλόστρ. 537. ― Ἐπιρρ. -νως, κατὰ διόρθωσιν Turneb. ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 385. ΙΙ. [[ἐπίτονος]] (ἐξυπ. [[ἱμάς]]), ὁ, [[σχοινίον]] πλοίου, ἐκτεινόμενον ἐκ τοῦ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] ἱστοῦ, ἀντίθ. τῷ πρότονος, αὐτὰρ ἐπ᾿ αὐτῷ ἱστῷ [[ἐπίτονος]] βέβλητο, βοὸς ῥινοῖο τετευχώς, [[ἔνθα]] τὸ ἐπ. [[εἶναι]] μακρὸν ἐν ἀρχῇ τοῦ στίχου, Ὀδ. Μ. 423. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ἐπίτονος]], ὁ δεσμεύων ἱμὰς πρὸς τὸν ἱστὸν τὸ [[κέρας]]». 2) ἐπίτονοι, οἱ μεγάλοι μυῶνες τοῦ ὤμου καὶ βραχίονος, Πλάτ. Τίμ. 84Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 4· νεύρων ἐπίτονοι Πλάτ. Νόμοι 945C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tendu, intense ; fort ; ὁ [[ἐπίτονος]] ([[ἱμάς]]) courroie d’antenne.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτείνω]].
}}
}}