Anonymous

ἐγέρσιμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγέρσῐμος''': -ον, ἐξ οὗ τις ἐγείρεται, [[ὕπνος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν [[ὕπνον]] τοῦ θανάτου, Θεόκρ. 24.7· οὕτω καὶ [[ἐγερτός]], ἐγερτὸς πᾶς [[ὕπνος]] Ἀριστ. π. Ὕμν. 1.12.
|lstext='''ἐγέρσῐμος''': -ον, ἐξ οὗ τις ἐγείρεται, [[ὕπνος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν [[ὕπνον]] τοῦ θανάτου, Θεόκρ. 24.7· οὕτω καὶ [[ἐγερτός]], ἐγερτὸς πᾶς [[ὕπνος]] Ἀριστ. π. Ὕμν. 1.12.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont on peut se réveiller.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγείρω]].
}}
}}