Anonymous

κωδωνόκροτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωδωνόκροτος''': -ον, κωδωνίζων, ἠχῶν ὡς εἰ εἶχε κώδωνας, [[σάκος]] Σοφ. Ἀποσπ. 738, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 386· κ. κόμποι Εὐρ. Ρῆσ. 384.
|lstext='''κωδωνόκροτος''': -ον, κωδωνίζων, ἠχῶν ὡς εἰ εἶχε κώδωνας, [[σάκος]] Σοφ. Ἀποσπ. 738, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 386· κ. κόμποι Εὐρ. Ρῆσ. 384.
}}
{{bailly
|btext=ος, ος;<br />qui fait un bruit de cloches <i>ou</i> de grelots.<br />'''Étymologie:''' [[κώδων]], [[κροτέω]].
}}
}}