Anonymous

παραξέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραξέω''': μέλλ. -έσω, πλαγίως ἢ ἐπιπολαίως ξέω, [[τρίβω]], ὡς τὸ [[παρατρίβω]], Ἀνθ. Π. 7. 478, Ἡλιόδ. 5. 32· ἐπὶ τοῦ ξίφους, τὸ ἐλαφρῶς τραυματίζον, τὸν χρῶτα Ἄννα Κομν. 1. 213, 9. ΙΙ. [[πλησιάζω]] [[πρός]] τι, [[προσεγγίζω]], τινι Εὐνάπ. 97 Boisson.· - ἀκολούθως [[καθόλου]], μιμοῦμαι, τι Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 524, πρβλ. [[παραξύω]].
|lstext='''παραξέω''': μέλλ. -έσω, πλαγίως ἢ ἐπιπολαίως ξέω, [[τρίβω]], ὡς τὸ [[παρατρίβω]], Ἀνθ. Π. 7. 478, Ἡλιόδ. 5. 32· ἐπὶ τοῦ ξίφους, τὸ ἐλαφρῶς τραυματίζον, τὸν χρῶτα Ἄννα Κομν. 1. 213, 9. ΙΙ. [[πλησιάζω]] [[πρός]] τι, [[προσεγγίζω]], τινι Εὐνάπ. 97 Boisson.· - ἀκολούθως [[καθόλου]], μιμοῦμαι, τι Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 524, πρβλ. [[παραξύω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> gratter de côté <i>ou</i> légèrement, acc. ; effleurer légèrement;<br /><b>2</b> s’attacher à, suivre de près, τινι ; <i>fig.</i> imiter.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ξέω]].
}}
}}