Anonymous

πολύδονος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύδονος''': -ον, ὁ πολὺ δονηθείς, κινηθείς, [[πολυκλόνητος]], [[πλάνη]] Αἰσχύλ. Πρ. 788· πρβλ. ἀλίδονος.
|lstext='''πολύδονος''': -ον, ὁ πολὺ δονηθείς, κινηθείς, [[πολυκλόνητος]], [[πλάνη]] Αἰσχύλ. Πρ. 788· πρβλ. ἀλίδονος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui s’agite beaucoup.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δονέω]].
}}
}}