Anonymous

μάκρων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάκρων''': -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων μακρὰν κεφαλὴν, [[μακροκέφαλος]], Μάκρωνες, οἱ, [[λαός]] τις τοῦ Πόντου, Ἡρόδ. 2. 104, κλπ.· πρβλ. [[μακροκέφαλος]].
|lstext='''μάκρων''': -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων μακρὰν κεφαλὴν, [[μακροκέφαλος]], Μάκρωνες, οἱ, [[λαός]] τις τοῦ Πόντου, Ἡρόδ. 2. 104, κλπ.· πρβλ. [[μακροκέφαλος]].
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />à longue tête ; [[οἱ]] Μάκρωνες, les hommes à longue tête, <i>peuple du Pont</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]].
}}
}}