3,277,759
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεαίνω''': Ἡρόδ. Ἀττ.· Ἐπικ. [[λειαίνω]], Σόλων 4. 35, Νικ.· μέλλ. λεᾰνῶ, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9· Ἐπικ. λειανέω ΙΙ. ἀόρ. ἐλέηνα Ἡρόδ., -ᾱνα Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 5. 8, 6· Ἐπικ. λείηνα Ὅμ. - Μέσ., Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 1· Ἐπικ. ἀόρ. λειηνάμην Νικ. Θηρ. 646. - Παθ. Πλάτ. Πολιτικ. 270Ε· ἀόρ. ἐλεάνθην Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 130, Διοσκ.· Ἰων. ὑποτ. λειαν θέωσι Ἱππ. 622. 25 (ἴδε Föes. ἐν τόπῳ)· πρκμ. ἀπαρ. λελειάνθαι Φίλων 2. 510, 619· μετοχ. λελεασμένος Διοσκ. 8. 85, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 7, λελειασμένος Φίλων 1. 302· ([[λεῖος]]). Κάμνω τι λεῖον, στιλβώνω, ἐπὶ ἀνθρώπου ἐργαζομένου τὸ [[κέρας]], πᾶν δ’ εὖ λειήνας Ἰλ. Δ. 111· ἵπποισι κέλευθον πᾶσαν λειανέω, θὰ κάμω λείαν τὴν ὁδόν, Ο. 201· λείηναν δὲ χορὸν Ὀδ. Θ. 260· λ. τὰ τραχυνθέντα Πλάτ. Τίμ. 66C· λ. τὰ [[κηρία]], ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 32· - [[ξυρίζω]] τὸν πώγωνα, Θεοπόμπ. Ἱστ. 222. 2) [[τρίβων]] [[κάμνω]] τι λεῖον, [[κοπανίζω]] ἐντὸς ἰγδίου, Λατ. levigare, Ἡρόδ. 1. 200· [[κατατρίβω]], [[συντρίβω]] διὰ τῶν ὀδόντων, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6, Ἀριστ. Φυσ. 2. 8, 3, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 5· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Νικ. Θηρ. 646· - [[καθόλου]], [[συντρίβω]], [[ἀφανίζω]], ἐκριζώνω, τὰ φυόμενα Ἡρόδ. 4. 122. 3) λεαίνων, [[ἐξαλείφω]], τὰς ῥυτίδας Πλάτ. Συμπ. 191Α· - μεταφ., [[μετριάζω]], λεήνας τὸν Μαρδονίου λόγον Ἡρόδ. 8. 142· τὸ ἐπίχολον τῷ ὕπνῳ λ. Φιλόστρ. 828· [[καλλύνω]] τὸ [[ὕφος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16. - μεταφ., [[ὡσαύτως]], λ. τὴν κατάποσιν, [[γαργαλίζω]] τὸν οὐρανίσκον, Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 1· τὴν ἀκοὴν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12. - Ἴδε καὶ Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 99. | |lstext='''λεαίνω''': Ἡρόδ. Ἀττ.· Ἐπικ. [[λειαίνω]], Σόλων 4. 35, Νικ.· μέλλ. λεᾰνῶ, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9· Ἐπικ. λειανέω ΙΙ. ἀόρ. ἐλέηνα Ἡρόδ., -ᾱνα Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 5. 8, 6· Ἐπικ. λείηνα Ὅμ. - Μέσ., Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 1· Ἐπικ. ἀόρ. λειηνάμην Νικ. Θηρ. 646. - Παθ. Πλάτ. Πολιτικ. 270Ε· ἀόρ. ἐλεάνθην Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 130, Διοσκ.· Ἰων. ὑποτ. λειαν θέωσι Ἱππ. 622. 25 (ἴδε Föes. ἐν τόπῳ)· πρκμ. ἀπαρ. λελειάνθαι Φίλων 2. 510, 619· μετοχ. λελεασμένος Διοσκ. 8. 85, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 7, λελειασμένος Φίλων 1. 302· ([[λεῖος]]). Κάμνω τι λεῖον, στιλβώνω, ἐπὶ ἀνθρώπου ἐργαζομένου τὸ [[κέρας]], πᾶν δ’ εὖ λειήνας Ἰλ. Δ. 111· ἵπποισι κέλευθον πᾶσαν λειανέω, θὰ κάμω λείαν τὴν ὁδόν, Ο. 201· λείηναν δὲ χορὸν Ὀδ. Θ. 260· λ. τὰ τραχυνθέντα Πλάτ. Τίμ. 66C· λ. τὰ [[κηρία]], ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 32· - [[ξυρίζω]] τὸν πώγωνα, Θεοπόμπ. Ἱστ. 222. 2) [[τρίβων]] [[κάμνω]] τι λεῖον, [[κοπανίζω]] ἐντὸς ἰγδίου, Λατ. levigare, Ἡρόδ. 1. 200· [[κατατρίβω]], [[συντρίβω]] διὰ τῶν ὀδόντων, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6, Ἀριστ. Φυσ. 2. 8, 3, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 5· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Νικ. Θηρ. 646· - [[καθόλου]], [[συντρίβω]], [[ἀφανίζω]], ἐκριζώνω, τὰ φυόμενα Ἡρόδ. 4. 122. 3) λεαίνων, [[ἐξαλείφω]], τὰς ῥυτίδας Πλάτ. Συμπ. 191Α· - μεταφ., [[μετριάζω]], λεήνας τὸν Μαρδονίου λόγον Ἡρόδ. 8. 142· τὸ ἐπίχολον τῷ ὕπνῳ λ. Φιλόστρ. 828· [[καλλύνω]] τὸ [[ὕφος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16. - μεταφ., [[ὡσαύτως]], λ. τὴν κατάποσιν, [[γαργαλίζω]] τὸν οὐρανίσκον, Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 1· τὴν ἀκοὴν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12. - Ἴδε καὶ Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 99. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> λεανῶ, <i>ao.</i> ἐλέανα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐλεάνθην, <i>pf.</i> [[λελέασμαι]];<br /><b>I.</b> rendre uni :<br /><b>1</b> lisser, polir un ouvrage;<br /><b>2</b> aplanir : κέλευθον IL, χορόν OD un chemin, un emplacement pour la danse ; <i>fig.</i> τὸν λόγον τινός HDT adoucir l’âpreté du langage de qqn;<br /><b>II.</b> arracher <i>ou</i> broyer pour niveler :<br /><b>1</b> extirper : τὰ φυόμενα HDT ce qui pousse;<br /><b>2</b> broyer dans un mortier <i>ou</i> avec les dents.<br />'''Étymologie:''' [[λεῖος]] ; cf. [[λεαίνω]]. | |||
}} | }} |