Anonymous

ὑπόπορτις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόπορτις''': -ιος, ἡ, ἔχουσα μόσχον [[ὑποκάτω]], ἐπὶ ἀγελάδος· - μεταφ. ἐπὶ μητρὸς ἐχούσης [[τέκνον]] εἰς τὸν μαστόν, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601· πρβλ. [[ὕπαρνος]], [[ὑπόπωλος]].
|lstext='''ὑπόπορτις''': -ιος, ἡ, ἔχουσα μόσχον [[ὑποκάτω]], ἐπὶ ἀγελάδος· - μεταφ. ἐπὶ μητρὸς ἐχούσης [[τέκνον]] εἰς τὸν μαστόν, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601· πρβλ. [[ὕπαρνος]], [[ὑπόπωλος]].
}}
{{bailly
|btext=ιος (ἡ) :<br />mère qui allaite.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πόρτις]].
}}
}}