Anonymous

σκευώρημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκευώρημα''': τό, [[ἐπινόημα]], [[τέχνασμα]], [[ἀπάτη]], Δημ. 955. 3., 1035. 14. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πλάσμα]], [[κακουργία]], [[κατασκευή]], τὸ γινόμενον [[κατασκεύασμα]] εἰς βλάβην».
|lstext='''σκευώρημα''': τό, [[ἐπινόημα]], [[τέχνασμα]], [[ἀπάτη]], Δημ. 955. 3., 1035. 14. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πλάσμα]], [[κακουργία]], [[κατασκευή]], τὸ γινόμενον [[κατασκεύασμα]] εἰς βλάβην».
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />machination, intrigue.<br />'''Étymologie:''' [[σκευωρέω]].
}}
}}