Anonymous

παραρρίπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραρρίπτω''': μεταγεν. -έω, καὶ παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς [[παραρρίπτω]] (Ἀνθ. Π. 9.174, 441)· - [[ῥίπτω]] πλησίον· μεταφορ., [[διατρέχω]] τὸν κίνδυνον νὰ πράξω τι (πρβλ. [[ἀναρρίπτω]] ΙΙ), [[μετὰ]] μετοχ., π. λαμβάνων ὀνείδη Σοφ. Ο. Τ. 1493. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[διακινδυνεύω]], ἐμπολὰς λεπταῖς ἐπὶ ῥοπαῖσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 499· π. σώματα κινδύνῳ, [[ἐκτίθημι]] εἰς κίνδυνον …, Διόδ. 13.79. ΙΙ. [[ῥίπτω]] κατὰ [[μέρος]], Ἀνθολ. Π. 6.74., 9.174· [[ἀπορρίπτω]], περιφρονῶ, [[αὐτόθι]] 9. 441. ΙΙΙ. [[προστίθημι]], τινί τι Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 1. 1· [[παραδέχομαι]], τινὰ εἴς τι Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Β΄, 38). - Πρβλ. [[ἀναρρίπτω]], παραβάλλομαι.
|lstext='''παραρρίπτω''': μεταγεν. -έω, καὶ παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς [[παραρρίπτω]] (Ἀνθ. Π. 9.174, 441)· - [[ῥίπτω]] πλησίον· μεταφορ., [[διατρέχω]] τὸν κίνδυνον νὰ πράξω τι (πρβλ. [[ἀναρρίπτω]] ΙΙ), [[μετὰ]] μετοχ., π. λαμβάνων ὀνείδη Σοφ. Ο. Τ. 1493. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[διακινδυνεύω]], ἐμπολὰς λεπταῖς ἐπὶ ῥοπαῖσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 499· π. σώματα κινδύνῳ, [[ἐκτίθημι]] εἰς κίνδυνον …, Διόδ. 13.79. ΙΙ. [[ῥίπτω]] κατὰ [[μέρος]], Ἀνθολ. Π. 6.74., 9.174· [[ἀπορρίπτω]], περιφρονῶ, [[αὐτόθι]] 9. 441. ΙΙΙ. [[προστίθημι]], τινί τι Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 1. 1· [[παραδέχομαι]], τινὰ εἴς τι Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Β΄, 38). - Πρβλ. [[ἀναρρίπτω]], παραβάλλομαι.
}}
{{bailly
|btext=jeter devant ; (<i>s.e.</i> ἑαυτόν) s’exposer à : [[τίς]] παραρρίψει λαμβάνων ; SOPH qui s’exposera à accepter (tant d’opprobres) ?<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ῥίπτω]].
}}
}}