Anonymous

εὔεδρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ἔχων λαμπρὰν ἕδραν, ἢ καθήμενος ἐπὶ λαμπροῦ θρόνου, ἐπὶ θεοτήτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 96, 319· [[καθέδρα]] [[εὔεδρος]], «ἀσφαλὴς καὶ βεβαία» Σουΐδ., δηλ. ἀσφαλὲς [[κάθισμα]] ἐπὶ τοῦ ἵππου. 2) ἐπὶ πλοίου, = [[ἐΰσσελμος]], Θεόκρ. 13. 21. ΙΙ. Παθ., [[ἵππος]] [[εὔεδρος]], ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἱππεὺς κάθηται ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππ. 1. 12. ΙΙΙ. ἐν καλῷ ἢ τυχηρῷ τόπῳ, [[εὔεδρος]] [[ὄρνις]], οἰωνὸς ἐμφανιζόμενος ἐν εὐθέτῳ καὶ καταλλήλῳ τόπῳ, Αἰλ. π. Ζ. 16. 16.· [[καθόλου]], ἁρμόζων, [[ἁρμόδιος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6. - Ἐπίρρ. εὐέδρως· «εὐθέτως, βεβαίως» Ἡσύχ.
|lstext='''εὔεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ἔχων λαμπρὰν ἕδραν, ἢ καθήμενος ἐπὶ λαμπροῦ θρόνου, ἐπὶ θεοτήτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 96, 319· [[καθέδρα]] [[εὔεδρος]], «ἀσφαλὴς καὶ βεβαία» Σουΐδ., δηλ. ἀσφαλὲς [[κάθισμα]] ἐπὶ τοῦ ἵππου. 2) ἐπὶ πλοίου, = [[ἐΰσσελμος]], Θεόκρ. 13. 21. ΙΙ. Παθ., [[ἵππος]] [[εὔεδρος]], ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἱππεὺς κάθηται ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππ. 1. 12. ΙΙΙ. ἐν καλῷ ἢ τυχηρῷ τόπῳ, [[εὔεδρος]] [[ὄρνις]], οἰωνὸς ἐμφανιζόμενος ἐν εὐθέτῳ καὶ καταλλήλῳ τόπῳ, Αἰλ. π. Ζ. 16. 16.· [[καθόλου]], ἁρμόζων, [[ἁρμόδιος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6. - Ἐπίρρ. εὐέδρως· «εὐθέτως, βεβαίως» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui repose sur de beaux sièges;<br /><b>2</b> qui se pose favorablement ; qui se pose à droite <i>en parl. d’un oiseau, càd</i> d’heureux augure.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἕδρα]].
}}
}}