Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔρα: Difference between revisions

From LSJ
96 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔρα''': ἡ τὸ Λατ. terra, γῆ, μόνον παρὰ Γραμμ.: [[ἐντεῦθεν]] Ἐπίρρ. ἔραζε, εἰς τὴν γῆν, ἐπὶ τῆς γῆς, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε Ὀδ. Ο. 527· ἀπό δ’ εἴδατα χεῦεν ἔρ. Χ. 85, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419. 471· οὕτω, νιφάδες δ’ ὥς πῖπτον ἔρ. Ἰλ. Μ. 156· οὑμὸς δὲ [[πότμος]]… κυρῶν ἄνω ἔρ. πίπτει Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· βραβύλοισι καταβρίθοντες [[ἔρασδε]] Θεόκρ. 7. 146· ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, θάλλειν Μόσχ. 2. 66.
|lstext='''ἔρα''': ἡ τὸ Λατ. terra, γῆ, μόνον παρὰ Γραμμ.: [[ἐντεῦθεν]] Ἐπίρρ. ἔραζε, εἰς τὴν γῆν, ἐπὶ τῆς γῆς, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε Ὀδ. Ο. 527· ἀπό δ’ εἴδατα χεῦεν ἔρ. Χ. 85, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419. 471· οὕτω, νιφάδες δ’ ὥς πῖπτον ἔρ. Ἰλ. Μ. 156· οὑμὸς δὲ [[πότμος]]… κυρῶν ἄνω ἔρ. πίπτει Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· βραβύλοισι καταβρίθοντες [[ἔρασδε]] Θεόκρ. 7. 146· ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, θάλλειν Μόσχ. 2. 66.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />terre.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>all.</i> Erde.
}}
}}