Anonymous

μεγαλοσχήμων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλοσχήμων''': -ον, [[μεγαλοπρεπής]], Αἰσχύλ. Πρ. 409. [[ὡσαύτως]] -σχημος, ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 1, 6. ΙΙ. μεγαλόσχημοι ἢ -σχήμονες, οἱ, μοναχοὶ οἱ ἀφικόμενοι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν τοῦ ἀσκητικοῦ βίου, καὶ οἱ φοροῦντες τὸ μέγα [[σχῆμα]], Στουδ. 1753D, Εὐστ. Πονημ. 216. 12, κτλ.· καὶ μεγαλοσχημοσύνη, ἡ, ὁ [[ὕψιστος]] [[οὗτος]] μοναχικὸς βαθμός, [[αὐτόθι]] 61.
|lstext='''μεγᾰλοσχήμων''': -ον, [[μεγαλοπρεπής]], Αἰσχύλ. Πρ. 409. [[ὡσαύτως]] -σχημος, ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 1, 6. ΙΙ. μεγαλόσχημοι ἢ -σχήμονες, οἱ, μοναχοὶ οἱ ἀφικόμενοι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν τοῦ ἀσκητικοῦ βίου, καὶ οἱ φοροῦντες τὸ μέγα [[σχῆμα]], Στουδ. 1753D, Εὐστ. Πονημ. 216. 12, κτλ.· καὶ μεγαλοσχημοσύνη, ἡ, ὁ [[ὕψιστος]] [[οὗτος]] μοναχικὸς βαθμός, [[αὐτόθι]] 61.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui a grand air, magnifique.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[σχῆμα]].
}}
}}