Anonymous

λευκήρης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκήρης''': -ες, [[λευκός]], λελευκασμένος, θρὶξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1056.
|lstext='''λευκήρης''': -ες, [[λευκός]], λελευκασμένος, θρὶξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1056.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />blanc.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], ἄρω.
}}
}}