3,277,119
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δακτύλιος''': [ῠ], ὁ, [[δακτυλίδιον]], [[δακτύλιος]] [[μετὰ]] σφραγῖδος, Σαπφὼ 39, Ἡρόδ. 2. 38, Πλάτ. Πολιτ. 359Ε· [[συχνάκις]] ἐφόρουν αὐτοὺς ὡς φυλακτήρια, Ἀριστοφ. Πλάτ. 884· δ. [[φαρμακίτης]], Εὔπολ. Δημ. 22. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] δακτυλίου, [[οἷον]], 1) τοῦ τροχοῦ ἡ [[περιφέρεια]], [[Πολυδ]]. Α΄, 145. 2) ὁ [[πρωκτός]], ὁ [[σφιγκτήρ]]. Διοσκ. 1. 89, Λουκ. Δημών. 17· πρβλ. Λατ. anus, annulus. | |lstext='''δακτύλιος''': [ῠ], ὁ, [[δακτυλίδιον]], [[δακτύλιος]] [[μετὰ]] σφραγῖδος, Σαπφὼ 39, Ἡρόδ. 2. 38, Πλάτ. Πολιτ. 359Ε· [[συχνάκις]] ἐφόρουν αὐτοὺς ὡς φυλακτήρια, Ἀριστοφ. Πλάτ. 884· δ. [[φαρμακίτης]], Εὔπολ. Δημ. 22. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] δακτυλίου, [[οἷον]], 1) τοῦ τροχοῦ ἡ [[περιφέρεια]], [[Πολυδ]]. Α΄, 145. 2) ὁ [[πρωκτός]], ὁ [[σφιγκτήρ]]. Διοσκ. 1. 89, Λουκ. Δημών. 17· πρβλ. Λατ. anus, annulus. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> anneau qu’on porte au doigt, bague;<br /><b>2</b> anus.<br />'''Étymologie:''' [[δάκτυλος]]. | |||
}} | }} |