3,274,418
edits
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόβλητος''': -ον, ὁ [[ἄξιος]] ν’ ἀποβληθῇ, νὰ ἀπορριφθῇ ἢ παραμεληθῇ ὡς μὴ ἔχων ἀξίαν, οὔ τοι ἀπόβλητ’ ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα Ἰλ. Γ. 65· οὔ τοι ἀπόβλητον [[ἔπος]] ἔσσεται Β. 361· [[γίγαρτον]] Σιμωνίδ. 91. κτλ.: - οὕτω παρὰ μεταγεν πεζοῖς, Λουκ. Τοξ. 37, Πλούτ. 2 821A· ὁ δυνάμενος ν’ ἀπολεσθῇ, Διογ. Λ. 7. 129. 2) παρ’ Ἐκκλησ., [[ἀπόβλητος]] τῆς ἱεαρατικῆς χάριτος, [[ἀπόβλητος]] τῆς ἐκκλησίας, κτλ., Γρηγόρ. Νύσσ. κλ. | |lstext='''ἀπόβλητος''': -ον, ὁ [[ἄξιος]] ν’ ἀποβληθῇ, νὰ ἀπορριφθῇ ἢ παραμεληθῇ ὡς μὴ ἔχων ἀξίαν, οὔ τοι ἀπόβλητ’ ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα Ἰλ. Γ. 65· οὔ τοι ἀπόβλητον [[ἔπος]] ἔσσεται Β. 361· [[γίγαρτον]] Σιμωνίδ. 91. κτλ.: - οὕτω παρὰ μεταγεν πεζοῖς, Λουκ. Τοξ. 37, Πλούτ. 2 821A· ὁ δυνάμενος ν’ ἀπολεσθῇ, Διογ. Λ. 7. 129. 2) παρ’ Ἐκκλησ., [[ἀπόβλητος]] τῆς ἱεαρατικῆς χάριτος, [[ἀπόβλητος]] τῆς ἐκκλησίας, κτλ., Γρηγόρ. Νύσσ. κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> qu’on doit rejeter, méprisable;<br /><b>2</b> rejeté, repoussé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἀποβάλλω]]. | |||
}} | }} |