3,259,005
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνῐμάω''': ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἀρίστοις τῶν συγγραφ. μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἀνελκύω, [[ἀνασύρω]], ἀντλῶ [[ὕδωρ]] διὰ δερματίνων ἱμάντων, [[ἐνιαχοῦ]] δὲ καὶ τὰ φρέατα [[εἶναι]] ἑκατὸν ὀργυιῶν, [[ὥστε]] ὑποζυγίοις ἀπὸ τροχηλιᾶς ἀνιμᾶν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 3, 5· ἐκ τούτου ἐν γένει, [[σύρω]] [[ἐπάνω]], [[ἀνασύρω]], ἀλλήλους δόρασιν ἀνίμων Ξεν. Ἀν. 4. 2, 8, πρβλ. Ἱππικ. 7. 2: [[ἀνασύρω]], [[ἀνέλκω]], ἰχθῦς Κύριλ.: ― Παθ., ἀόρ. ἀνῑμήθην Θεόπομπ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 116· πρκμ. ἀνίμημαι Λουκ. Ἁλ. 50: ― [[συχνάκις]] ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. συγγραφ. κατὰ μέσ. τύπον ἀνιμῶμαι Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 9, Λουκ. Ἀλέξ. 14, Γεωπ.: μέλλ. -ήσομαι Λόγγος 1. 12: ἀόρ. -ησάμην, Πλούτ. 2. 773Ε, Λουκ. περὶ Ἀλ. Ἱστ. 2. 42, κτλ. II. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβάτως, ὡς μήτ’ ἂν ἀνιμῶν, ἐξυπακούεται ἑαυτόν, ἐγείρων ἑαυτὸν (ἐν τῷ ἱππεύειν) Ξεν. Ἱππικ. 7. 1: ἀόρ. ἀνίμησα Πλουτ. Φωκ. 18, Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491. 26. | |lstext='''ἀνῐμάω''': ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἀρίστοις τῶν συγγραφ. μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἀνελκύω, [[ἀνασύρω]], ἀντλῶ [[ὕδωρ]] διὰ δερματίνων ἱμάντων, [[ἐνιαχοῦ]] δὲ καὶ τὰ φρέατα [[εἶναι]] ἑκατὸν ὀργυιῶν, [[ὥστε]] ὑποζυγίοις ἀπὸ τροχηλιᾶς ἀνιμᾶν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 3, 5· ἐκ τούτου ἐν γένει, [[σύρω]] [[ἐπάνω]], [[ἀνασύρω]], ἀλλήλους δόρασιν ἀνίμων Ξεν. Ἀν. 4. 2, 8, πρβλ. Ἱππικ. 7. 2: [[ἀνασύρω]], [[ἀνέλκω]], ἰχθῦς Κύριλ.: ― Παθ., ἀόρ. ἀνῑμήθην Θεόπομπ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 116· πρκμ. ἀνίμημαι Λουκ. Ἁλ. 50: ― [[συχνάκις]] ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. συγγραφ. κατὰ μέσ. τύπον ἀνιμῶμαι Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 9, Λουκ. Ἀλέξ. 14, Γεωπ.: μέλλ. -ήσομαι Λόγγος 1. 12: ἀόρ. -ησάμην, Πλούτ. 2. 773Ε, Λουκ. περὶ Ἀλ. Ἱστ. 2. 42, κτλ. II. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβάτως, ὡς μήτ’ ἂν ἀνιμῶν, ἐξυπακούεται ἑαυτόν, ἐγείρων ἑαυτὸν (ἐν τῷ ἱππεύειν) Ξεν. Ἱππικ. 7. 1: ἀόρ. ἀνίμησα Πλουτ. Φωκ. 18, Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἀνίμων, <i>f.</i> ἀνιμήσομαι, <i>ao.</i> ἀνίμησα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. seul. ao.</i> ἀνιμήθην, <i>pf.</i> ἀνίμημαι;<br />tirer en haut.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἱμάω]]. | |||
}} | }} |