Anonymous

εὔπνοια: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔπνοια''': ἡ, [[εὐκολία]] περὶ τὴν ἀναπνοήν, Ἱππ. 38. 11, Ἀριστ. Προβλ. 38. 3, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. καλὴ καὶ ἐλευθέρα [[πνοή]], ἀνέμων Διόδ. 2. 40. 2) [[τοποθεσία]] [[εὐάερος]], Ἀριστ. Προβλ. 14. 7· ἐν εὐπνοίᾳ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 16, 5· εὔπνοιαι εὐήλιοι Διοσκ. 3. 134. ΙΙΙ. [[εὐωδία]], Ἀνθ. Π. 12. 7, ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ εὐπνοΐη.
|lstext='''εὔπνοια''': ἡ, [[εὐκολία]] περὶ τὴν ἀναπνοήν, Ἱππ. 38. 11, Ἀριστ. Προβλ. 38. 3, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. καλὴ καὶ ἐλευθέρα [[πνοή]], ἀνέμων Διόδ. 2. 40. 2) [[τοποθεσία]] [[εὐάερος]], Ἀριστ. Προβλ. 14. 7· ἐν εὐπνοίᾳ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 16, 5· εὔπνοιαι εὐήλιοι Διοσκ. 3. 134. ΙΙΙ. [[εὐωδία]], Ἀνθ. Π. 12. 7, ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ εὐπνοΐη.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> respiration facile <i>ou</i> libre;<br /><b>2</b> bonne aération;<br /><b>3</b> souffle libre;<br /><b>4</b> bonne odeur.<br />'''Étymologie:''' [[εὔπνοος]].
}}
}}