3,241,598
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποτητός''': -ή, -όν, ([[ποτάομαι]]) ὁ πετόμενος, [[πτερωτός]]· ποτητά, τά, πτηνά, κοινῶς, «πετούμενα», σχηματισθὲν κατὰ τὸ δακετά, ἑρπετά, Ὀδ. Μ. 62. | |lstext='''ποτητός''': -ή, -όν, ([[ποτάομαι]]) ὁ πετόμενος, [[πτερωτός]]· ποτητά, τά, πτηνά, κοινῶς, «πετούμενα», σχηματισθὲν κατὰ τὸ δακετά, ἑρπετά, Ὀδ. Μ. 62. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui vole ; τὰ ποτητά OD les volatiles, les oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ποτάομαι]]. | |||
}} | }} |