Anonymous

ἀσπαίρω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσπαίρω''': παρατ. ἤσπαιρον, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀσπαίρεσκον Κόϊντ. Σμ. 11. 104: (α εὐφων., [[σπαίρω]]): ― [[ἀσθμαίνω]] μετ’ ἀγωνίας, κινοῦμαι, τινάσσομαι σπασμωδικῶς, «σπαρταρῶ», παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν ἀποθνησκόντων ([[διότι]] οὕτω πρέπει νὰ ἐκληφθῇ, τὸ κραδίῃ ἀσπαίρουσα Ἰλ. Ν. 443)· περὶ δουρὶ ἤσπαιρ’, ὡς ὅτε [[βοῦς]], κτλ. Ἰλ. Ν. 571· ζωόν, ἔτ’ ἀσπαίροντα Μ. 203, πρβλ. Ὀδ. Τ. 228· [[οὕτως]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 976, Εὐρ. Ι. Α. 1587, Ἀντιφῶν 119. 39· ἀσπ. ἄνω [[κάτω]] Εὐρ. Ἠλ. 843· ἐπὶ νηπίου, Ἡρόδ. 1. 111· ἐπὶ ἰχθύος ἐξαχθέντος ἐκ τοῦ ὕδατος, ὁ αὐτ. 9. 120, Βαβρ. 6. 5: ― ἀλλ’ ἐν Ἡροδ. 8. 5, Ἀδείμαντος μοῦνος ἤσπαιρε, ὁ [[μόνος]] [[ὅστις]] [[εἰσέτι]] ἀνθίστατο, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 25. ― Λέξ. ποιητ. καὶ Ἰων. [[ἅπαξ]] μόνον ἀπαντῶσα ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ, ἴδε ἀνωτ.
|lstext='''ἀσπαίρω''': παρατ. ἤσπαιρον, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀσπαίρεσκον Κόϊντ. Σμ. 11. 104: (α εὐφων., [[σπαίρω]]): ― [[ἀσθμαίνω]] μετ’ ἀγωνίας, κινοῦμαι, τινάσσομαι σπασμωδικῶς, «σπαρταρῶ», παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν ἀποθνησκόντων ([[διότι]] οὕτω πρέπει νὰ ἐκληφθῇ, τὸ κραδίῃ ἀσπαίρουσα Ἰλ. Ν. 443)· περὶ δουρὶ ἤσπαιρ’, ὡς ὅτε [[βοῦς]], κτλ. Ἰλ. Ν. 571· ζωόν, ἔτ’ ἀσπαίροντα Μ. 203, πρβλ. Ὀδ. Τ. 228· [[οὕτως]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 976, Εὐρ. Ι. Α. 1587, Ἀντιφῶν 119. 39· ἀσπ. ἄνω [[κάτω]] Εὐρ. Ἠλ. 843· ἐπὶ νηπίου, Ἡρόδ. 1. 111· ἐπὶ ἰχθύος ἐξαχθέντος ἐκ τοῦ ὕδατος, ὁ αὐτ. 9. 120, Βαβρ. 6. 5: ― ἀλλ’ ἐν Ἡροδ. 8. 5, Ἀδείμαντος μοῦνος ἤσπαιρε, ὁ [[μόνος]] [[ὅστις]] [[εἰσέτι]] ἀνθίστατο, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 25. ― Λέξ. ποιητ. καὶ Ἰων. [[ἅπαξ]] μόνον ἀπαντῶσα ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ, ἴδε ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἤσπαιρον;<br /><b>1</b> palpiter, s’agiter convulsivement;<br /><b>2</b> se débattre vivement.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., [[σπαίρω]].
}}
}}