Anonymous

τετρεμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρεμαίνω''': κατ’ ἀναδιπλασιασμὸν [[τύπος]] τοῦ [[τρέμω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἱππ. 663F, Ἀριστοφ. Νεφ. 294, 374· ἀεὶ δὲ τετρεμαίνοντα καὶ φοβούμενον Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 19.
|lstext='''τετρεμαίνω''': κατ’ ἀναδιπλασιασμὸν [[τύπος]] τοῦ [[τρέμω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἱππ. 663F, Ἀριστοφ. Νεφ. 294, 374· ἀεὶ δὲ τετρεμαίνοντα καὶ φοβούμενον Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 19.
}}
{{bailly
|btext=trembler, frissonner.<br />'''Étymologie:''' [[τρέμω]].
}}
}}