Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περίκλυστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίκλυστος''': -η, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 879· - ὁ κατακλυζόμενος [[πανταχόθεν]] ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Δήλοιο περικλύστης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 181, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 596, 879, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1080, Ἔφιππος ἐν «Γηρυνόνῃ» 1. 3, Στράβ. 753· π. ὑπὸ τοῦ Αἰγαίου ὁ αὐτ. 126· ἐκ τοῦ ποταμοῦ Διον. Ἁλ. 5. 13.
|lstext='''περίκλυστος''': -η, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 879· - ὁ κατακλυζόμενος [[πανταχόθεν]] ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Δήλοιο περικλύστης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 181, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 596, 879, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1080, Ἔφιππος ἐν «Γηρυνόνῃ» 1. 3, Στράβ. 753· π. ὑπὸ τοῦ Αἰγαίου ὁ αὐτ. 126· ἐκ τοῦ ποταμοῦ Διον. Ἁλ. 5. 13.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />baigné tout autour, de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περικλύζω]].
}}
}}