Anonymous

ὑπόψαμμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόψαμμος''': -ον, ὡς τὸ [[ὕφαμμος]], ὁ ἔχων ἄμμον [[ὑποκάτω]], [[ἀμμώδης]], γῆ ὑποψαμμοτέρη, κἄπως [[ἀμμώδης]], Ἡρόδ. 2. 12, πρβλ. Παυσ. 4. 36, 3· τὸ ἀραιὸν καὶ ὑπ. Πλούταρχ. 2. 898Β· [[λίμνη]] Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 19· [[θάλαττα]] Πλουτ. Πομπ. 78.
|lstext='''ὑπόψαμμος''': -ον, ὡς τὸ [[ὕφαμμος]], ὁ ἔχων ἄμμον [[ὑποκάτω]], [[ἀμμώδης]], γῆ ὑποψαμμοτέρη, κἄπως [[ἀμμώδης]], Ἡρόδ. 2. 12, πρβλ. Παυσ. 4. 36, 3· τὸ ἀραιὸν καὶ ὑπ. Πλούταρχ. 2. 898Β· [[λίμνη]] Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 19· [[θάλαττα]] Πλουτ. Πομπ. 78.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> mêlé de sable;<br /><b>2</b> ensablé;<br /><i>Cp.</i> ὑποψαμμότερος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ψάμμος]].
}}
}}