Anonymous

εὐάρεστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐάρεστος''': -ον, ([[ἀρέσκω]]), ἀρέσκων, [[εὐπρόσδεκτος]], προξενῶν εὐαρέστησιν, τινι Β΄, Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 9, κτλ.· [[πρός]] τινι Κλήμ. Ἀλ. 882· τὸ εὐάρεστον = [[εὐαρέστησις]], Ἐπιστ. π. Ρωμ. Ιβ΄, 2: - Ἐπίρρ., εὐαρεστοτέρως διακεῖσθαί τινι Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5· κοινῶς, εὐαρεσκοτέρως, ἴδε Λοβέκ. ἐν Φρυν. 621.
|lstext='''εὐάρεστος''': -ον, ([[ἀρέσκω]]), ἀρέσκων, [[εὐπρόσδεκτος]], προξενῶν εὐαρέστησιν, τινι Β΄, Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 9, κτλ.· [[πρός]] τινι Κλήμ. Ἀλ. 882· τὸ εὐάρεστον = [[εὐαρέστησις]], Ἐπιστ. π. Ρωμ. Ιβ΄, 2: - Ἐπίρρ., εὐαρεστοτέρως διακεῖσθαί τινι Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5· κοινῶς, εὐαρεσκοτέρως, ἴδε Λοβέκ. ἐν Φρυν. 621.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui plaît, agréable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀρέσκω]].
}}
}}