Anonymous

μισθοδότης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μισθοδότης''': -ου, ὁ, ὁ πληρώνων μισθούς, ὁ πληρωτὴς τῶν μισθῶν, Πλάτ. Πολ. 463Β, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 9, Αἰσχίν. 85. 10, κτλ.
|lstext='''μισθοδότης''': -ου, ὁ, ὁ πληρώνων μισθούς, ὁ πληρωτὴς τῶν μισθῶν, Πλάτ. Πολ. 463Β, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 9, Αἰσχίν. 85. 10, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui donne un salaire, une solde.<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[δίδωμι]].
}}
}}