Anonymous

φορμηδόν: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φορμηδόν''': Ἐπίρρ., (φορμὸς) ἐν εἴδει φορμοῦ, δηλ. [[σταυροειδῶς]], «σταυρωτά», ξύλα... φ. ἀντὶ τοίχων τιθέντες, στήνοντες [[σταυροειδῶς]] ξύλα, Θουκ. 2. 75· φ. ἐπὶ ἀμάξας ἐπιβαλόντες (δηλ. τοὺς νεκροὺς) ὁ αὐτ. 4. 48, πρβλ. Φίλωνα 2. 530, Ἀριστείδ. 2. 312, Casaub. εἰς Αἰν. Τακτ. 32.
|lstext='''φορμηδόν''': Ἐπίρρ., (φορμὸς) ἐν εἴδει φορμοῦ, δηλ. [[σταυροειδῶς]], «σταυρωτά», ξύλα... φ. ἀντὶ τοίχων τιθέντες, στήνοντες [[σταυροειδῶς]] ξύλα, Θουκ. 2. 75· φ. ἐπὶ ἀμάξας ἐπιβαλόντες (δηλ. τοὺς νεκροὺς) ὁ αὐτ. 4. 48, πρβλ. Φίλωνα 2. 530, Ἀριστείδ. 2. 312, Casaub. εἰς Αἰν. Τακτ. 32.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en forme de natte, par entrecroisement, <i>càd</i> alternativement en long et en large.<br />'''Étymologie:''' [[φορμός]], -δην.
}}
}}