Anonymous

σκολόπαξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκολόπᾰξ''': -ᾰκος, ὁ, [[ἴσως]] ἡ ξυλόκοττα, [[εἶδος]] μπεκάτσας, Scolopax rusticola, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 8, 12· scolõpax παρὰ τῷ Nemesean. Aucup. 21· καὶ ὁ Ἀριστ. δὲ ἔχει [[ἀσκαλώπας]], ὃ ἴδε, Ἡσύχ.
|lstext='''σκολόπᾰξ''': -ᾰκος, ὁ, [[ἴσως]] ἡ ξυλόκοττα, [[εἶδος]] μπεκάτσας, Scolopax rusticola, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 8, 12· scolõpax παρὰ τῷ Nemesean. Aucup. 21· καὶ ὁ Ἀριστ. δὲ ἔχει [[ἀσκαλώπας]], ὃ ἴδε, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />sorte de bécasse, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σκόλοψ]].
}}
}}