Anonymous

ἐλαύνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαύνω''': Ἰων. παρατατ. ἐλαύνεσκον (ἀπ-) Ἡρόδ. 7. 119: - μέλλ. [[ἐλάσω]] ᾰ (ἐξ-) Ἱππ. 423. 14., 571. 3˙ Ἐπ. ἐλάσσω (παρ-, συν-) Ὁμ.˙ Ἀττ. ἐλῶ, ᾷς, ᾷ, ἀπαρέμφ. ἐλᾶν, οὕτω καὶ Ἡρόδ. 1. 207, κτλ., οὕτω δὲ καὶ παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ ἀναλελυμένῳ τύπῳ ἐλόω, Ἰλ. Ν. 315, Ὀδ. Η. 319˙ ἀπαρ. [[ἐλάαν]] (ἂν καὶ τοῦτο [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἀπαρ. ἐνεστ., ἴδε κατωτ.), Ἰλ. Ρ. 496, Ὀδ. Ε. 290: - ἀόρ. α΄ ἤλᾰσα. Ἐπ. ἔλᾰσα. Ἰλ. Ε. 80, [[ἔλασσα]] Σ. 564, Ἰων. γ΄ ἑν. ἐλάσασκεν Β. 119: - πρκμ. ἐλήλᾰκα (ἀπ-, ἐξ-) Ξεν., Ἀριστοφ.: ὑπερσ. ἐληλάκειν (ἐξ-) Ἡρόδ. - Μέσ., ἴδε κατωτ. Ι. 3: μέλλ. ἐλάσομαι Ἀρρ. Ἀν. 3. 30, (ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημασ., Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 385): - ἀόρ. ἠλασάμην Ἰλ. Λ. 682, [[σπάνιος]] παρ’ Ἀττ., ὡς ἐν Πλάτ. Γοργ. 484B· - συγκεκομμ. γ΄ ἑν. ἤλσατο Ἴβυκ. 48· Ἐπ. ἐλάσαιο, -αίατο, -ασσάμενος Ἰλ.: - Παθ. μέλλ. ἐλασθήσομαι (ἀπ-, ἐξ-) Διον Ἁλ.: - ἀόρ. ἠλάθην ᾰ Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 430, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 4· μεταγεν. ἠλάσθην Ἀνθ. Π. 7. 278, Διόδ. 20. 51, κτλ. (παρ’ Ἡροδ. τὰ χειρόγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τῶν δύο τύπων, ἴδε ἀπ-, ἐξελαύνω): - πρκμ. ἐλήλαμαι Ὀδ. Η. 113, Ἡρόδ., Ἀττ.: ἐλήλασμαι Ἱππ. 697, καὶ μεταγεν.: ὑπερσυντ. [[ἠλήλατο]] Ἰλ. Ε. 400· ποιητ. [[ὡσαύτως]] ἐλήλατο Δ. 135· γ΄ πληθ. ἠλήλαντο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 143, [[ὡσαύτως]] ἐληλέδατ’ (κατὰ Βεκκ., κοινῶς ἐληλάδατ’) Ὀδ. Η. 86. - Ὁ ἐνεστ. [[ἐλάω]] [[εἶναι]] [[σπάνιος]] καὶ σχεδὸν παρὰ ποιηταῖς μόνον, Πινδ. Ι. 5 (4). 48, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 330, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 819, Ἀποσπ. 779, Κάνθαρος ἐν «Μηδείᾳ» 4, [[ὡσαύτως]] ἐν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 32· ἀλλ’ ἀπαρ. [[ἐλάαν]] ὡς Ἐπ.· ἀπαρ. ἐνεστ. [[εἶναι]] συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἴδε κατωτ. Ι. 2: παρατ. γ΄ πληθ. ἔλων Ὀδ. Δ. 2, γ΄ ἑν. ἔλαεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 872· σύνθετον ἐν τῷ ἀπέλα Ξεν. Κύρ. 8. 3, 32· ἀλλὰ τὸ ἀπήλαον ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 1001 [[εἶναι]] πιθ. [[σφάλμα]] ἀντὶ -ήλααν, Δωρ. ἀντὶ -ήλασαν (ὡς ὅρμαον ἀντὶ -ησον, 1247). (Ἡ √ΕΛ [[εἶναι]] [[ἴσως]] συγγενὴς τῇ Σανσκριτ. ar-, iy-ar-mi, κινεῖν, ἐλαύνειν, ἴδε Κουρτ. ἀριθ. 529, 661). Ριζικὴ [[σημασία]]: βάλλω εἰς κίνησιν, [[κάμνω]] τι νὰ κινηθῆ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἰδίως ἐπὶ τοῦ ἐλαύνειν ποίμνια, Ὅμ.· εἰς εὐρὺ [[σπέος]] ἤλασε μῆλα Ὀδ. Ι. 237· κακοὺς δ’ ἐς μέσσον ἔλασσεν Ἰλ. Δ. 299· [[ὡσαύτως]] μεταχειρίζεται τὸν μέσ. ἀόρ. ἠλασάμην, μετ’ ἐνεργ. σημασ., Κ. 537, Λ. 682: - [[συχνάκις]] ἐπὶ ἵππων, ἁρμάτων, πλοίων, ὁδηγῶ, [[ἐλαύνω]], ἐλ.... ἅρμα καὶ ἵππους Ψ. 334· ἐς τὴν ἀγορὴν τὸ [[ζεῦγος]] Ἡρόδ. 1. 59· [[ὡσαύτως]], ἐλ. ἵππον ἱππεύειν ὁ αὐτ. 4. 64. κ. ἀλλ.· κέλητας καὶ ἅρματα ἐλ. ὁ αὐτ. 7. 86· ὦκα νῆα παρὲξ [[ἐλάαν]], [[ταχέως]] διὰ τῆς κωπηλασίας νὰ περάσῃ τὸ [[πλοῖον]] [[μακρόθεν]], Ὀδ. Μ. 109, κτλ.· οὕτω, στρατὸν ἐλ. Πινδ. Ο. 10 (11). 79, Ἡρόδ. 1. 176., 4. 91, κτλ. Ἡ [[χρῆσις]] αὕτη κατέστη οὕτω κοινή, [[ὥστε]], β) ἡ αἰτιατ. παρελείφθη, ὡς [[μετὰ]] τοῦ ἄγω, καὶ τὸ [[ῥῆμα]] κατέστη ἀμετ., πορεύομαι ἐφ’ ἁμάξης, μάστιξεν δ’ [[ἐλάαν]] ἐνν. ἵππους, τοὺς ἐκτύπησε διὰ τῆς μάστιγος [[ὅπως]] ἐλάσωσιν, Ἰλ. Ε. 366, κτλ., πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 734, 739· βῆ δ’ [[ἐλάαν]] ἐπὶ κύματα, «ὥρμησε δὲ ἐλαύνειν κατὰ τῶν κυμάτων» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 27· νύκτα διὰ δνοφερὴν [[ἐλάαν]], ἐλαύνειν ἐν τῷ σκότει τῆς νυκτός, Ὀδ. Ο. 50· ἐς τὸ ἄστυ ἐλ., εἰσέρχεσθαι ἐφ’ ἁμάξης εἰς τὴν πόλιν, Ἡρόδ. 1. 4. 60, πρβλ. 99, κτλ.· ἐπὶ ζευγέων ἐλ. ὁ αὐτ. 1. 199· - [[ἱππεύω]], ὁ αὐτ. 7. 88, Ξεν. Ἱππαρχ. 3, 9, κτλ.· ἐλῶν ἐς Θρηΐκην, πορευόμενος εἰς..., Ἡρόδ. 9. 89, κτλ.· -κωπηλατῶ, [[μάλα]] σφοδρῶς [[ἐλάαν]] Ὀδ. Μ. 124· παρὲξ τὴν νῆσον ἐλαύνειν, διὰ κωπηλασίας παρέρχεσθαι τὴν νῆσον, [[αὐτόθι]] 276· ἐλαύνοντες, οἱ κωπηλατοῦντες, οἱ ἐρέται, 13. 22. γ) ἐπὶ ταύτης τῆς ἀμεταβάτου σημασ. λαμβάνει [[ἐνίοτε]] αἰτιατ., γαλήνην ἐλαύνειν, [[πλεῖν]] ἐν γαλήνῃ, ἢ κατ’ Εὐστάθ. «γαληνῶς», Ὀδ. Η. 319· οὕτω, τὰ δ’ ἕσπερα νῶτ’ ἐλαύνει Εὐρ. Ἠλ. 731· (ἀλλὰ πόντον ἐλάταις ἐλαύνειν, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1)· οὕτω καὶ, ἐλαύνειν δρόμον, τρέχειν δρόμον, Ἀριστοφ. Νεφ. 28. δ) Παθ., νῆα ἐλαυνομένην, πλέουσαν διὰ κωπηλασίας, ἀνιοῦσαν, Ὀδ. Ν. 155· τὰ κατάντη ἐλαύνεσθαι, ἐπὶ ἵππων, ἱππεύεσθαι εἰς μέρη κατάντη, κατηφορικά, Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 3. 2) [[ἀπάγω]], ὡς τὸ [[ἀπελαύνω]], Λατ. abigere, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπὶ κλοπιμαίων κτηνῶν, [[βοῦς]] Ὀδ. Μ. 353· ἵππους Ἰλ. Ε. 236· ἐλ. ὅ τι δύναιντο Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 18· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ὀδ. Δ. 637., Υ. 51· ῥύσι’ ἐλαυνόμενος, «[[ἀντίποινα]] καὶ [[οἷον]] ἀνθαρπάγματα ἁρπάζων» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Λ. 674, κτλ. 3) [[ἀποδιώκω]], ἐλ. τινὰ ἐκ δήμου Ἰλ. Ζ. 158· ἄνδρας ἀπ’ Οἰνώνας Πινδ. Ν. 5. 29· καὶ [[συχν]]. παρὰ Τραγ., ἐλ. τινὰ γῆς Εὐρ. Μήδ. 70· ἐλάσῃ [[μύσος]] Αἰσχύλ. Χο. 967 ([[ἔνθα]] νῦν γράφεται: κλύσῃ), [[μίασμα]] … ἠλάθη Εὐμ. 283· ἅγος ἐλ. = ἁγηλατέω Θουκ. 1. 126· ἐλ. ληστὰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1188, κτλ.: - γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι Αἰσχύλ. Πρ. 682. 4) [[φέρω]] εἰς τὸ ἔσχατον [[σημεῖον]], οἵ μιν [[ἅδην]] [[ἐλόωσι]]... πολέμοιο, «πολέμου κορεσθῆναι ποιήσουσιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 315· ἔτι μέν μίν φημι [[ἅδην]] [[ἐλάαν]] κακότητος, «[[ἤγουν]] [[λέγω]] κατακόρως αὐτὸν κακῶσαι» Εὐστ., Ὀδ. Ε. 290· - ἀκολούθως [[συχνάκις]] παρὰ τοῖς Ἀττ. [[καταπιέζω]], [[προσβάλλω]], [[καταδιώκω]], ἐλ. λοιμὸς πόλιν Σοφ. Ο. Τ. 28, κτλ.· σὺ δ’ ἀπειλεῖς πᾶσιν, ἐλαύνεις πάντας Δημ. 559. 3· λύπῃ... ἐλήλαται κακῇ, [[εἶναι]] κατατεθλιμμένος ἐκ θλιβερᾶς λύπης, Σοφ. Αἴ. 275, Εὐρ. Ἀνδρ. 31· ὑπ’ ἀνάγκης καὶ οἴστρου Πλάτ. Φαῖδρ. 240D· ἐλαυνομένην καὶ ὑβριζομένην Δημ. 241, ἐν τέλει· ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[περιωθέω]]. 5) = [[βινέω]], ὡς τὸ Λατ. agito, subagito, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 39, πρβλ. Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἀδώνιδι» 1. 6) ἀμεταβ. ἐν φράσεσιν οἷαι αἱ ἑξῆς: ἐς τοσοῦτον ἤλασαν, [[μέχρι]] τούτου τοῦ σημείου προεχώρησαν, Ἡρόδ. 5. 50· ἐς πᾶσαν κακότητα ὁ αὐτ. 2. 124· εἰς κόρον ἐλαύνειν, ὠθεῖν τὰ πράγματα εἰς [[σημεῖον]] τοιοῦτον [[ὥστε]] νὰ ἐπέλθῃ [[κόρος]], [[ἀηδία]], Τυρταῖος 8. 10, πρβλ. σημασ. 2: - [[ἐντεῦθεν]], [[προβαίνω]], προχωρῶ, [[ἐγγὺς]] μανιῶν Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 904· ἔξω τοῦ φρονεῖν ὁ αὐτ. Βάκχ. 853· [[πρόσω]] ἐλ. τινός, προχωρεῖν ἔν τινι πράγματι, Πλάτ. Εὐθύφρων 4B, Γοργ. 486A, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 39· ἴδε ἀνωτ. σημασ. 5. ΙΙ. πλήττω, ἐλάτῃσιν πόντον ἐλαύνοντες, πρβλ. Λατ. remis impellere, Ἰλ. Η. 6· κιθάραν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 351. 2) πλήττω δι’ ἀγχεμάχου ὅπλου, ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] [[μακρόθεν]], τὸν σκήπτρῳ ἐλάσασκεν Ἰλ. Β. 199· ξίφει ἤλασε κόρσην Ε. 584· [[κόρυθος]] φάλον ἤλασεν Ν. 614· πρβλ. [[εἴλω]] Ι· - [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., τὸν μὲν [[μεταδρομάδην]] ἔλασ’ ὦμον, τὸν ἐκτύπησε..., Ἰλ. Ε. 80: -Παθ., μετ’ αἰτ., [[νῶτον]] ὄπισθ’ αἰχμῇ δουρὸς ἐληλαμένος Τυρταῖος 8. 20: - χθόνα δ’ ἤλασε παντὶ μετώπῳ, ἐκτύπησε τὴν γῆν μὲ ὅλον τὸ μέτωπόν του, ἐπὶ πίπτοντος ἀνθρώπου, Ὀδ. Χ. 94· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., προξενῶ, [[κάμνω]], οὐλήν, τὴν ποτέ με σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι Φ. 219· καί, ὀδόντας ἐλ., ἐκκρούειν, ἐκβάλλειν, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 785. 3) κτυπῶ τι [[ἐπάνω]] εἰς [[ἄλλο]], πρὸς γῆν ἐλ. κάρη Ὀδ. Ρ. 237· ἐπὶ ὅπλων, διαπερῶ, [[διαπρὸ]] δὲ χαλκὸν ἔλασσεν Χ. 295· [[δόρυ]] διὰ στήθεσφιν ἔλασσε Ἰλ. Ε. 57, πρβλ. Υ. 269· καὶ ἐν τῷ παθ., [[διέρχομαι]], Δ. 135, Ν. 595· ἐμπήγομαι, ὁϊστὸς ὤμῳ ἔνι στιβαρῷ [[ἠλήλατο]] Ε. 400, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 616E. ΙΙΙ. ἐπὶ πολλῶν μεταφορ. σημασιῶν. 1) κτυπῶ διὰ σφύρας, σφυρηλατῶ, Λατ. ducere, σφυρηλατῶ [[μέταλλον]], ἀσπίδα. ἣν ἄρα χαλκεὺς ἤλασεν Ἰλ. Μ. 296· [[πέντε]] πτύχας ἤλασε, [[πέντε]] ἐλάσματα (τῆς ἀσπίδος) ἐσφυρηλάτησε, Υ. 270· περὶ δ’ [[ἕρκος]] ἔλασσε κασσιτέρου, ἔκαμε [[πέριξ]] φραγμὸν ἐκ σφυρηλάτου κασσιτέρου ([[μετὰ]] ὑπαινιγμοῦ καὶ τῆς σημ. 2), Σ. 564· εὐνὴ ἐληλαμένη χρυσοῦ, [[κλίνη]] ἐξ ἐσφυρηλατημένου χρυσοῦ, Μίμνερμ. 6· [[σίδηρος]] ἐληλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 31. 2) [[ὀρύσσω]], [[σκάπτω]], ὡς τὸ Λατ. ducere murum, ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν, «ἔσκαψαν, ὤρυξαν» (Σχόλ.), «τάφρον ἐξέτειναν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 450· ἀμφὶ δὲ [[τεῖχος]] ἔλασσε πόλει, περιέβαλε τὴν πόλιν διὰ τείχους, Ὀδ. Ζ. 9· σταυροὺς δ’ ἐκτὸς ἔλασσε Ξ. 11· τοῖχοι ἐληλέδατ’ Η. 86· συχνὸν παρ’ Ἡροδ., ὡς, [[τεῖχος]] ἐς τὸν ποταμὸν τοὺς ἀγκῶνας ἐλήλαται, αἱ τοῦ τείχους γωνίαι ἐξικνοῦνται [[μέχρι]] τοῦ ποταμοῦ, 1. 180, πρβλ. 185, 191· ἐληλαμέναι πέρι πύργον, περιεληλαμέναι πύργον, τοῦτ’ ἔστι, περὶ ἃς [[πύργος]] ἐλήλαται, «τείχεσι κεκυκλωμέναι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 871· - [[οὕτως]], ὄγμον [[ἐλαύνω]], προχωρῶ θερίζων ἐπὶ τῆς αὐλακώδους γραμμῆς ληΐου, Ἰλ. Λ. 68· ἐλ. αὔλακα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 441· ὄρχον ἀμπελίδος ἐλ., [[φυτεύω]] ἀμπέλους [[στοιχηδόν]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 995: [[ἐντεῦθεν]], [[καθόλου]], [[φυτεύω]], [[παράγω]], ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ μακρὸς αἰὼν Πινδ. Ν. 3. 130. 3) κολῳὸν ἐλαύνειν, ἐπιτείνειν τὸν θόρυβον, τὴν λογομαχίαν, Ἰλ. Α. 575. 4) ἐξ ὄσσων ἐς γαῖαν ἐλαύνειν δάκρυ, ἐκχέειν, Εὐρ. Ἱκ. 96.
|lstext='''ἐλαύνω''': Ἰων. παρατατ. ἐλαύνεσκον (ἀπ-) Ἡρόδ. 7. 119: - μέλλ. [[ἐλάσω]] ᾰ (ἐξ-) Ἱππ. 423. 14., 571. 3˙ Ἐπ. ἐλάσσω (παρ-, συν-) Ὁμ.˙ Ἀττ. ἐλῶ, ᾷς, ᾷ, ἀπαρέμφ. ἐλᾶν, οὕτω καὶ Ἡρόδ. 1. 207, κτλ., οὕτω δὲ καὶ παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ ἀναλελυμένῳ τύπῳ ἐλόω, Ἰλ. Ν. 315, Ὀδ. Η. 319˙ ἀπαρ. [[ἐλάαν]] (ἂν καὶ τοῦτο [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἀπαρ. ἐνεστ., ἴδε κατωτ.), Ἰλ. Ρ. 496, Ὀδ. Ε. 290: - ἀόρ. α΄ ἤλᾰσα. Ἐπ. ἔλᾰσα. Ἰλ. Ε. 80, [[ἔλασσα]] Σ. 564, Ἰων. γ΄ ἑν. ἐλάσασκεν Β. 119: - πρκμ. ἐλήλᾰκα (ἀπ-, ἐξ-) Ξεν., Ἀριστοφ.: ὑπερσ. ἐληλάκειν (ἐξ-) Ἡρόδ. - Μέσ., ἴδε κατωτ. Ι. 3: μέλλ. ἐλάσομαι Ἀρρ. Ἀν. 3. 30, (ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημασ., Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 385): - ἀόρ. ἠλασάμην Ἰλ. Λ. 682, [[σπάνιος]] παρ’ Ἀττ., ὡς ἐν Πλάτ. Γοργ. 484B· - συγκεκομμ. γ΄ ἑν. ἤλσατο Ἴβυκ. 48· Ἐπ. ἐλάσαιο, -αίατο, -ασσάμενος Ἰλ.: - Παθ. μέλλ. ἐλασθήσομαι (ἀπ-, ἐξ-) Διον Ἁλ.: - ἀόρ. ἠλάθην ᾰ Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 430, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 4· μεταγεν. ἠλάσθην Ἀνθ. Π. 7. 278, Διόδ. 20. 51, κτλ. (παρ’ Ἡροδ. τὰ χειρόγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τῶν δύο τύπων, ἴδε ἀπ-, ἐξελαύνω): - πρκμ. ἐλήλαμαι Ὀδ. Η. 113, Ἡρόδ., Ἀττ.: ἐλήλασμαι Ἱππ. 697, καὶ μεταγεν.: ὑπερσυντ. [[ἠλήλατο]] Ἰλ. Ε. 400· ποιητ. [[ὡσαύτως]] ἐλήλατο Δ. 135· γ΄ πληθ. ἠλήλαντο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 143, [[ὡσαύτως]] ἐληλέδατ’ (κατὰ Βεκκ., κοινῶς ἐληλάδατ’) Ὀδ. Η. 86. - Ὁ ἐνεστ. [[ἐλάω]] [[εἶναι]] [[σπάνιος]] καὶ σχεδὸν παρὰ ποιηταῖς μόνον, Πινδ. Ι. 5 (4). 48, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 330, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 819, Ἀποσπ. 779, Κάνθαρος ἐν «Μηδείᾳ» 4, [[ὡσαύτως]] ἐν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 32· ἀλλ’ ἀπαρ. [[ἐλάαν]] ὡς Ἐπ.· ἀπαρ. ἐνεστ. [[εἶναι]] συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἴδε κατωτ. Ι. 2: παρατ. γ΄ πληθ. ἔλων Ὀδ. Δ. 2, γ΄ ἑν. ἔλαεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 872· σύνθετον ἐν τῷ ἀπέλα Ξεν. Κύρ. 8. 3, 32· ἀλλὰ τὸ ἀπήλαον ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 1001 [[εἶναι]] πιθ. [[σφάλμα]] ἀντὶ -ήλααν, Δωρ. ἀντὶ -ήλασαν (ὡς ὅρμαον ἀντὶ -ησον, 1247). (Ἡ √ΕΛ [[εἶναι]] [[ἴσως]] συγγενὴς τῇ Σανσκριτ. ar-, iy-ar-mi, κινεῖν, ἐλαύνειν, ἴδε Κουρτ. ἀριθ. 529, 661). Ριζικὴ [[σημασία]]: βάλλω εἰς κίνησιν, [[κάμνω]] τι νὰ κινηθῆ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἰδίως ἐπὶ τοῦ ἐλαύνειν ποίμνια, Ὅμ.· εἰς εὐρὺ [[σπέος]] ἤλασε μῆλα Ὀδ. Ι. 237· κακοὺς δ’ ἐς μέσσον ἔλασσεν Ἰλ. Δ. 299· [[ὡσαύτως]] μεταχειρίζεται τὸν μέσ. ἀόρ. ἠλασάμην, μετ’ ἐνεργ. σημασ., Κ. 537, Λ. 682: - [[συχνάκις]] ἐπὶ ἵππων, ἁρμάτων, πλοίων, ὁδηγῶ, [[ἐλαύνω]], ἐλ.... ἅρμα καὶ ἵππους Ψ. 334· ἐς τὴν ἀγορὴν τὸ [[ζεῦγος]] Ἡρόδ. 1. 59· [[ὡσαύτως]], ἐλ. ἵππον ἱππεύειν ὁ αὐτ. 4. 64. κ. ἀλλ.· κέλητας καὶ ἅρματα ἐλ. ὁ αὐτ. 7. 86· ὦκα νῆα παρὲξ [[ἐλάαν]], [[ταχέως]] διὰ τῆς κωπηλασίας νὰ περάσῃ τὸ [[πλοῖον]] [[μακρόθεν]], Ὀδ. Μ. 109, κτλ.· οὕτω, στρατὸν ἐλ. Πινδ. Ο. 10 (11). 79, Ἡρόδ. 1. 176., 4. 91, κτλ. Ἡ [[χρῆσις]] αὕτη κατέστη οὕτω κοινή, [[ὥστε]], β) ἡ αἰτιατ. παρελείφθη, ὡς [[μετὰ]] τοῦ ἄγω, καὶ τὸ [[ῥῆμα]] κατέστη ἀμετ., πορεύομαι ἐφ’ ἁμάξης, μάστιξεν δ’ [[ἐλάαν]] ἐνν. ἵππους, τοὺς ἐκτύπησε διὰ τῆς μάστιγος [[ὅπως]] ἐλάσωσιν, Ἰλ. Ε. 366, κτλ., πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 734, 739· βῆ δ’ [[ἐλάαν]] ἐπὶ κύματα, «ὥρμησε δὲ ἐλαύνειν κατὰ τῶν κυμάτων» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 27· νύκτα διὰ δνοφερὴν [[ἐλάαν]], ἐλαύνειν ἐν τῷ σκότει τῆς νυκτός, Ὀδ. Ο. 50· ἐς τὸ ἄστυ ἐλ., εἰσέρχεσθαι ἐφ’ ἁμάξης εἰς τὴν πόλιν, Ἡρόδ. 1. 4. 60, πρβλ. 99, κτλ.· ἐπὶ ζευγέων ἐλ. ὁ αὐτ. 1. 199· - [[ἱππεύω]], ὁ αὐτ. 7. 88, Ξεν. Ἱππαρχ. 3, 9, κτλ.· ἐλῶν ἐς Θρηΐκην, πορευόμενος εἰς..., Ἡρόδ. 9. 89, κτλ.· -κωπηλατῶ, [[μάλα]] σφοδρῶς [[ἐλάαν]] Ὀδ. Μ. 124· παρὲξ τὴν νῆσον ἐλαύνειν, διὰ κωπηλασίας παρέρχεσθαι τὴν νῆσον, [[αὐτόθι]] 276· ἐλαύνοντες, οἱ κωπηλατοῦντες, οἱ ἐρέται, 13. 22. γ) ἐπὶ ταύτης τῆς ἀμεταβάτου σημασ. λαμβάνει [[ἐνίοτε]] αἰτιατ., γαλήνην ἐλαύνειν, [[πλεῖν]] ἐν γαλήνῃ, ἢ κατ’ Εὐστάθ. «γαληνῶς», Ὀδ. Η. 319· οὕτω, τὰ δ’ ἕσπερα νῶτ’ ἐλαύνει Εὐρ. Ἠλ. 731· (ἀλλὰ πόντον ἐλάταις ἐλαύνειν, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1)· οὕτω καὶ, ἐλαύνειν δρόμον, τρέχειν δρόμον, Ἀριστοφ. Νεφ. 28. δ) Παθ., νῆα ἐλαυνομένην, πλέουσαν διὰ κωπηλασίας, ἀνιοῦσαν, Ὀδ. Ν. 155· τὰ κατάντη ἐλαύνεσθαι, ἐπὶ ἵππων, ἱππεύεσθαι εἰς μέρη κατάντη, κατηφορικά, Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 3. 2) [[ἀπάγω]], ὡς τὸ [[ἀπελαύνω]], Λατ. abigere, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπὶ κλοπιμαίων κτηνῶν, [[βοῦς]] Ὀδ. Μ. 353· ἵππους Ἰλ. Ε. 236· ἐλ. ὅ τι δύναιντο Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 18· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ὀδ. Δ. 637., Υ. 51· ῥύσι’ ἐλαυνόμενος, «[[ἀντίποινα]] καὶ [[οἷον]] ἀνθαρπάγματα ἁρπάζων» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Λ. 674, κτλ. 3) [[ἀποδιώκω]], ἐλ. τινὰ ἐκ δήμου Ἰλ. Ζ. 158· ἄνδρας ἀπ’ Οἰνώνας Πινδ. Ν. 5. 29· καὶ [[συχν]]. παρὰ Τραγ., ἐλ. τινὰ γῆς Εὐρ. Μήδ. 70· ἐλάσῃ [[μύσος]] Αἰσχύλ. Χο. 967 ([[ἔνθα]] νῦν γράφεται: κλύσῃ), [[μίασμα]] … ἠλάθη Εὐμ. 283· ἅγος ἐλ. = ἁγηλατέω Θουκ. 1. 126· ἐλ. ληστὰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1188, κτλ.: - γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι Αἰσχύλ. Πρ. 682. 4) [[φέρω]] εἰς τὸ ἔσχατον [[σημεῖον]], οἵ μιν [[ἅδην]] [[ἐλόωσι]]... πολέμοιο, «πολέμου κορεσθῆναι ποιήσουσιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 315· ἔτι μέν μίν φημι [[ἅδην]] [[ἐλάαν]] κακότητος, «[[ἤγουν]] [[λέγω]] κατακόρως αὐτὸν κακῶσαι» Εὐστ., Ὀδ. Ε. 290· - ἀκολούθως [[συχνάκις]] παρὰ τοῖς Ἀττ. [[καταπιέζω]], [[προσβάλλω]], [[καταδιώκω]], ἐλ. λοιμὸς πόλιν Σοφ. Ο. Τ. 28, κτλ.· σὺ δ’ ἀπειλεῖς πᾶσιν, ἐλαύνεις πάντας Δημ. 559. 3· λύπῃ... ἐλήλαται κακῇ, [[εἶναι]] κατατεθλιμμένος ἐκ θλιβερᾶς λύπης, Σοφ. Αἴ. 275, Εὐρ. Ἀνδρ. 31· ὑπ’ ἀνάγκης καὶ οἴστρου Πλάτ. Φαῖδρ. 240D· ἐλαυνομένην καὶ ὑβριζομένην Δημ. 241, ἐν τέλει· ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[περιωθέω]]. 5) = [[βινέω]], ὡς τὸ Λατ. agito, subagito, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 39, πρβλ. Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἀδώνιδι» 1. 6) ἀμεταβ. ἐν φράσεσιν οἷαι αἱ ἑξῆς: ἐς τοσοῦτον ἤλασαν, [[μέχρι]] τούτου τοῦ σημείου προεχώρησαν, Ἡρόδ. 5. 50· ἐς πᾶσαν κακότητα ὁ αὐτ. 2. 124· εἰς κόρον ἐλαύνειν, ὠθεῖν τὰ πράγματα εἰς [[σημεῖον]] τοιοῦτον [[ὥστε]] νὰ ἐπέλθῃ [[κόρος]], [[ἀηδία]], Τυρταῖος 8. 10, πρβλ. σημασ. 2: - [[ἐντεῦθεν]], [[προβαίνω]], προχωρῶ, [[ἐγγὺς]] μανιῶν Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 904· ἔξω τοῦ φρονεῖν ὁ αὐτ. Βάκχ. 853· [[πρόσω]] ἐλ. τινός, προχωρεῖν ἔν τινι πράγματι, Πλάτ. Εὐθύφρων 4B, Γοργ. 486A, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 39· ἴδε ἀνωτ. σημασ. 5. ΙΙ. πλήττω, ἐλάτῃσιν πόντον ἐλαύνοντες, πρβλ. Λατ. remis impellere, Ἰλ. Η. 6· κιθάραν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 351. 2) πλήττω δι’ ἀγχεμάχου ὅπλου, ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] [[μακρόθεν]], τὸν σκήπτρῳ ἐλάσασκεν Ἰλ. Β. 199· ξίφει ἤλασε κόρσην Ε. 584· [[κόρυθος]] φάλον ἤλασεν Ν. 614· πρβλ. [[εἴλω]] Ι· - [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., τὸν μὲν [[μεταδρομάδην]] ἔλασ’ ὦμον, τὸν ἐκτύπησε..., Ἰλ. Ε. 80: -Παθ., μετ’ αἰτ., [[νῶτον]] ὄπισθ’ αἰχμῇ δουρὸς ἐληλαμένος Τυρταῖος 8. 20: - χθόνα δ’ ἤλασε παντὶ μετώπῳ, ἐκτύπησε τὴν γῆν μὲ ὅλον τὸ μέτωπόν του, ἐπὶ πίπτοντος ἀνθρώπου, Ὀδ. Χ. 94· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., προξενῶ, [[κάμνω]], οὐλήν, τὴν ποτέ με σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι Φ. 219· καί, ὀδόντας ἐλ., ἐκκρούειν, ἐκβάλλειν, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 785. 3) κτυπῶ τι [[ἐπάνω]] εἰς [[ἄλλο]], πρὸς γῆν ἐλ. κάρη Ὀδ. Ρ. 237· ἐπὶ ὅπλων, διαπερῶ, [[διαπρὸ]] δὲ χαλκὸν ἔλασσεν Χ. 295· [[δόρυ]] διὰ στήθεσφιν ἔλασσε Ἰλ. Ε. 57, πρβλ. Υ. 269· καὶ ἐν τῷ παθ., [[διέρχομαι]], Δ. 135, Ν. 595· ἐμπήγομαι, ὁϊστὸς ὤμῳ ἔνι στιβαρῷ [[ἠλήλατο]] Ε. 400, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 616E. ΙΙΙ. ἐπὶ πολλῶν μεταφορ. σημασιῶν. 1) κτυπῶ διὰ σφύρας, σφυρηλατῶ, Λατ. ducere, σφυρηλατῶ [[μέταλλον]], ἀσπίδα. ἣν ἄρα χαλκεὺς ἤλασεν Ἰλ. Μ. 296· [[πέντε]] πτύχας ἤλασε, [[πέντε]] ἐλάσματα (τῆς ἀσπίδος) ἐσφυρηλάτησε, Υ. 270· περὶ δ’ [[ἕρκος]] ἔλασσε κασσιτέρου, ἔκαμε [[πέριξ]] φραγμὸν ἐκ σφυρηλάτου κασσιτέρου ([[μετὰ]] ὑπαινιγμοῦ καὶ τῆς σημ. 2), Σ. 564· εὐνὴ ἐληλαμένη χρυσοῦ, [[κλίνη]] ἐξ ἐσφυρηλατημένου χρυσοῦ, Μίμνερμ. 6· [[σίδηρος]] ἐληλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 31. 2) [[ὀρύσσω]], [[σκάπτω]], ὡς τὸ Λατ. ducere murum, ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν, «ἔσκαψαν, ὤρυξαν» (Σχόλ.), «τάφρον ἐξέτειναν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 450· ἀμφὶ δὲ [[τεῖχος]] ἔλασσε πόλει, περιέβαλε τὴν πόλιν διὰ τείχους, Ὀδ. Ζ. 9· σταυροὺς δ’ ἐκτὸς ἔλασσε Ξ. 11· τοῖχοι ἐληλέδατ’ Η. 86· συχνὸν παρ’ Ἡροδ., ὡς, [[τεῖχος]] ἐς τὸν ποταμὸν τοὺς ἀγκῶνας ἐλήλαται, αἱ τοῦ τείχους γωνίαι ἐξικνοῦνται [[μέχρι]] τοῦ ποταμοῦ, 1. 180, πρβλ. 185, 191· ἐληλαμέναι πέρι πύργον, περιεληλαμέναι πύργον, τοῦτ’ ἔστι, περὶ ἃς [[πύργος]] ἐλήλαται, «τείχεσι κεκυκλωμέναι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 871· - [[οὕτως]], ὄγμον [[ἐλαύνω]], προχωρῶ θερίζων ἐπὶ τῆς αὐλακώδους γραμμῆς ληΐου, Ἰλ. Λ. 68· ἐλ. αὔλακα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 441· ὄρχον ἀμπελίδος ἐλ., [[φυτεύω]] ἀμπέλους [[στοιχηδόν]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 995: [[ἐντεῦθεν]], [[καθόλου]], [[φυτεύω]], [[παράγω]], ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ μακρὸς αἰὼν Πινδ. Ν. 3. 130. 3) κολῳὸν ἐλαύνειν, ἐπιτείνειν τὸν θόρυβον, τὴν λογομαχίαν, Ἰλ. Α. 575. 4) ἐξ ὄσσων ἐς γαῖαν ἐλαύνειν δάκρυ, ἐκχέειν, Εὐρ. Ἱκ. 96.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἤλαυνον, <i>f.</i> ἐλάσω, <i>att.</i> [[ἐλῶ]], <i>ao.</i> [[ἤλασα]], <i>pf.</i> [[ἐλήλακα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ἠλάθην]], <i>pf.</i> ἐλήλαμαι, <i>pqp.</i> [[ἠληλάμην]];<br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> pousser en avant, <i>d’où</i><br /><b>1</b> conduire, diriger : [[ἅρμα]] καὶ ἵππους IL, [[ζεῦγος]] HDT un char et des chevaux, un attelage ; [[νῆα]] OD, τριήρεις PLAT faire avancer un vaisseau, des trirèmes (en ramant) ; στρατίην HDT conduire une expédition;<br /><b>2</b> pousser en avant, prolonger, étendre : τάφρον IL conduire une tranchée ; [[τεῖχος]] OD prolonger une ligne de fortification ; [[σίδηρος]] [[λεπτῶς]] [[ἐληλαμένος]] PLUT fer étendu par le marteau et aminci;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> produire, provoquer, faire naître : κολῳόν IL exciter du tumulte;<br /><b>II.</b> pousser en chassant devant soi :<br /><b>1</b> emmener en chassant devant soi : [[βοῦς]] OD des bœufs;<br /><b>2</b> pourchasser, poursuivre ; malmener : τινα [[ἅδην]] ἐλ. πολέμοιο IL <i>ou</i> κακότητος OD malmener <i>ou</i> pourchasser qqn jusqu’à ce qu’il ait assez de la guerre <i>ou</i> des mauvais traitements ; ἐλαύνεσθαι καὶ ὑβρίζεσθαι DÉM être malmené et injurié ; soumettre (un pays) ; <i>avec un suj. de chose</i> λοιμὸς ἐλαύνει πόλιν SOPH un fléau poursuit, <i>càd</i> désole la ville;<br /><b>3</b> expulser : τινα [[ἐκ]] δήμου IL chasser qqn du peuple ; [[ἐκ]] δόμων ESCHL d’une maison ; [[ἐκ]] γῆς SOPH d’un pays ; ἀφ’ ἑστίας ESCHL d’un foyer ; [[μίασμα]] ἐλαύνειν SOPH <i>ou</i> [[ἄγος]] ἐλαύνειν THC chasser une souillure, <i>càd</i> expier un sacrilège;<br /><b>4</b> lancer devant soi : διὰ [[στήθεσσιν]] (<i>s.e.</i> [[δόρυ]]) enfoncer sa lance à travers la poitrine ; <i>Pass.</i> ὀϊστὸς ὤμῳ ἐνὶ ἠλήλατο IL le trait s’était enfoncé dans son épaule ; frapper : τινα σκήπτρῳ IL qqn d’un sceptre ; ἐλ. χθόνα μετώπῳ OD frapper la terre de son front ; ἐλ. τινὰ ὦμον IL frapper qqn à l’épaule;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐλαύνομαι (<i>f.</i> ἐλάσομαι, <i>ao.</i> ἠλασάμην) emmener avec soi du butin;<br /><b>B.</b> <i>intr. en appar. (s.e.</i> ἵππον, [[νῆα]], στρατόν), s’avancer à cheval, sur un navire, à la tête d’une armée : [[βῆ]] δ’ [[ἐλάαν]] ἐπὶ κύματα IL (Poséidon) s’avança sur son char pour s’élancer sur les flots ; <i>en parl. des rameurs</i> [[μάλα]] [[σφοδρῶς]] [[ἐλάαν]] OD ramer <i>litt.</i> faire avancer le navire vigoureusement ; [[οἱ]] ἐλαύνοντες OD les rameurs ; ἅρματα [[εἰς]] [[τὰς]] τάξεις [[τῶν]] Ἑλλήνων ἐλῶντα XÉN les chars qui pousseront jusque dans les rangs des Grecs ; <i>fig.</i> pousser jusqu’à, en venir à : [[ἐς]] πᾶσαν κακότητα HDT à toute sorte de méchanceté.<br />'''Étymologie:''' R. ἘλαϜ, pousser.
}}
}}