Anonymous

τάρβος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τάρβος''': -εος, τό, [[φόβος]], [[τρόμος]], Ἰλ. Ω. 152, 181, Τραγικ., κλπ.· περίφοβόν μ’ ἔχει τ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 736· ἐν χρόνῳ ἀποφθίνει τὸ τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 858· ἀμφὶ τάρβει (ἴδε ἀμφὶ Β IV. 2)· ἑπομένης αἰτ., γείτονες δὲ καρδίας μέριμναι ζωπυροῦσι [[τάρβος]] τὸν ἀμφιτειχῆ λεών, αἱ γειτνιάζουσαι τῆς καρδίας μέριμναι διατηροῦσι ζωηρὸν τὸν τρόμον ἐκ τοῦ τὰ τείχη ἡμῶν περιβάλλοντος πλήθους τῶν πολεμίων (πρβλ. [[δέος]] Ι), ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 289. 2) [[φόβος]], [[σεβασμός]], τινός, διά τινα, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 696. ΙΙ. ἀντικείμενον φόβου ἢ τρόμου, [[πρᾶγμα]] φοβερόν, ἔχεις τι [[θάρσος]] τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι; Σοφ. Ἠλ. 412· πόλει [[τάρβος]] [[ἦσθα]] Εὐρ. Βάκχ. 1311. ― Ποιητικ. [[λέξις]] [[σπανία]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ὡς παρ’ Ἀρεταίῳ περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, Πλούτ. 2, 666Β. (Ὅθεν ταρβέω, ταρβαλέος, πρβλ. Σανσκρ. tar΄g , tar΄g -âmi (minor)· Ἀρχ. Σκανδ. pjark-a (inc?e? pare) Ἀγγλο Σαξον. prac-tan (terrere)).
|lstext='''τάρβος''': -εος, τό, [[φόβος]], [[τρόμος]], Ἰλ. Ω. 152, 181, Τραγικ., κλπ.· περίφοβόν μ’ ἔχει τ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 736· ἐν χρόνῳ ἀποφθίνει τὸ τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 858· ἀμφὶ τάρβει (ἴδε ἀμφὶ Β IV. 2)· ἑπομένης αἰτ., γείτονες δὲ καρδίας μέριμναι ζωπυροῦσι [[τάρβος]] τὸν ἀμφιτειχῆ λεών, αἱ γειτνιάζουσαι τῆς καρδίας μέριμναι διατηροῦσι ζωηρὸν τὸν τρόμον ἐκ τοῦ τὰ τείχη ἡμῶν περιβάλλοντος πλήθους τῶν πολεμίων (πρβλ. [[δέος]] Ι), ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 289. 2) [[φόβος]], [[σεβασμός]], τινός, διά τινα, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 696. ΙΙ. ἀντικείμενον φόβου ἢ τρόμου, [[πρᾶγμα]] φοβερόν, ἔχεις τι [[θάρσος]] τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι; Σοφ. Ἠλ. 412· πόλει [[τάρβος]] [[ἦσθα]] Εὐρ. Βάκχ. 1311. ― Ποιητικ. [[λέξις]] [[σπανία]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ὡς παρ’ Ἀρεταίῳ περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, Πλούτ. 2, 666Β. (Ὅθεν ταρβέω, ταρβαλέος, πρβλ. Σανσκρ. tar΄g , tar΄g -âmi (minor)· Ἀρχ. Σκανδ. pjark-a (inc?e? pare) Ἀγγλο Σαξον. prac-tan (terrere)).
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> effroi, crainte;<br /><b>2</b> sujet de crainte;<br /><b>3</b> respect.<br />'''Étymologie:''' cf. R. <i>skr.</i> Targ « menacer » ; targâmi « je menace ».
}}
}}