Anonymous

ὑπολιμπάνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπολιμπάνω''': [[ὑπολείπω]], ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 21, Θεμίστ. 139D. - Παθ., ὑποολείπομαι, Θεοφυλ. Σιμ. Ἱστ. 552, 9, ἔκδ. Βόννης. κλπ. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ὑπολείπω]], [[ἐκλείπω]], τῶν ναμάτων τὰ μὲν [[οὐκέτι]] πίνεσθαι σπουδαῖα ἦν, τάδ’ ὑπελίμπανε θέρους Διον. Ἁλ. 1. 23.
|lstext='''ὑπολιμπάνω''': [[ὑπολείπω]], ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 21, Θεμίστ. 139D. - Παθ., ὑποολείπομαι, Θεοφυλ. Σιμ. Ἱστ. 552, 9, ἔκδ. Βόννης. κλπ. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ὑπολείπω]], [[ἐκλείπω]], τῶν ναμάτων τὰ μὲν [[οὐκέτι]] πίνεσθαι σπουδαῖα ἦν, τάδ’ ὑπελίμπανε θέρους Διον. Ἁλ. 1. 23.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> laisser derrière;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire défaut, manquer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λιμπάνω]].
}}
}}