Anonymous

ἠπεροπευτής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠπεροπευτής''': -οῦ, ὁ, [[ἀπατεών]], ἐπὶ τοῦ Πάριδος (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), γυναιμανές, ἠπεροπευτά (Ἐπ. κλητ.), Ἰλ. Γ. 39, Ν. 769, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 282, κτλ.
|lstext='''ἠπεροπευτής''': -οῦ, ὁ, [[ἀπατεών]], ἐπὶ τοῦ Πάριδος (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), γυναιμανές, ἠπεροπευτά (Ἐπ. κλητ.), Ἰλ. Γ. 39, Ν. 769, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 282, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἠπεροπεύς]].<br />'''Étymologie:''' [[ἠπεροπεύω]].
}}
}}