Anonymous

σκευοποιέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκευοποιέω''': [[κατασκευάζω]], ὄργανα Πλουτ. Μάρκελλ. 16· ῥυτὸν Ἀθήν. 497B II. ἰδίως, [[παρασκευάζω]] διὰ τέχνης ἢ εὐφυΐας, σκ. τὰς ὄψεις, ἐπὶ γυναικῶν βαπτουσῶν τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 27· σκ. διαθήκας, πλαστὴν διαθήκην [[γράφω]], πρβλ. Ἰσαῖ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 15, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ.· - Παθητ., μεταβάλλομαι τὴν σκευήν, [[ἀλλάσσω]] [[ἔνδυμα]], μεταμφιέννυμαι, τοῖς τοῦ φίλου ἐπισήμοις Πλούτ. 2. 59Β· πρβλ. [[σκευωρέομαι]] II.
|lstext='''σκευοποιέω''': [[κατασκευάζω]], ὄργανα Πλουτ. Μάρκελλ. 16· ῥυτὸν Ἀθήν. 497B II. ἰδίως, [[παρασκευάζω]] διὰ τέχνης ἢ εὐφυΐας, σκ. τὰς ὄψεις, ἐπὶ γυναικῶν βαπτουσῶν τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 27· σκ. διαθήκας, πλαστὴν διαθήκην [[γράφω]], πρβλ. Ἰσαῖ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 15, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ.· - Παθητ., μεταβάλλομαι τὴν σκευήν, [[ἀλλάσσω]] [[ἔνδυμα]], μεταμφιέννυμαι, τοῖς τοῦ φίλου ἐπισήμοις Πλούτ. 2. 59Β· πρβλ. [[σκευωρέομαι]] II.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />fabriquer des meubles, des ustensiles, des engins, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> σκευοποιέομαι-οῦμαι se parer de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σκευοποιός]].
}}
}}