Anonymous

καταθεάομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταθεάομαι''': μέλλ.-άσομαι ᾱ, ἀποθ.:― θεωρῶ, [[βλέπω]] τι [[ἄνωθεν]], τὰ γιγνόμενα καταθ. ἀπὸ λόφου Ξεν. Ἀν. 6. 5, 30· καταθ. εἴς τι [[αὐτόθι]] Ι. 8, 14·― [[καθόλου]], θεωρῶ, μελετῶ, φορὰς ἄστρων Πλούτ. 2. 426D· μεταφ., θεῶμαί τι νοερῶς…, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 18.
|lstext='''καταθεάομαι''': μέλλ.-άσομαι ᾱ, ἀποθ.:― θεωρῶ, [[βλέπω]] τι [[ἄνωθεν]], τὰ γιγνόμενα καταθ. ἀπὸ λόφου Ξεν. Ἀν. 6. 5, 30· καταθ. εἴς τι [[αὐτόθι]] Ι. 8, 14·― [[καθόλου]], θεωρῶ, μελετῶ, φορὰς ἄστρων Πλούτ. 2. 426D· μεταφ., θεῶμαί τι νοερῶς…, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 18.
}}
{{bailly
|btext=-εῶμαι;<br /><b>1</b> regarder d’en haut;<br /><b>2</b> regarder attentivement.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[θεάομαι]].
}}
}}