Anonymous

μελανοφορέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνοφορέω''': φορῶ μέλανα ἐνδύματα, «μαυροφορῶ», Πλούτ. 2. 557D· μελᾰνο-[[φόρος]], ον, ὁ φορῶν μέλανα, πένθιμα, «μαυροφόρος», Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 338· πρβλ. [[μελανηφόρος]].
|lstext='''μελᾰνοφορέω''': φορῶ μέλανα ἐνδύματα, «μαυροφορῶ», Πλούτ. 2. 557D· μελᾰνο-[[φόρος]], ον, ὁ φορῶν μέλανα, πένθιμα, «μαυροφόρος», Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 338· πρβλ. [[μελανηφόρος]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />porter des vêtements noirs.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[φέρω]].
}}
}}