Anonymous

κλαστάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλαστάζω''': περιποιοῦμαι ἄμπελον, [[κλαδεύω]], «βλαστολογῶ» (ἴδε [[κλάσις]])· μεταφορ., «[[κόπτω]] τὰ πτερά τινος», ταπεινώνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 166.
|lstext='''κλαστάζω''': περιποιοῦμαι ἄμπελον, [[κλαδεύω]], «βλαστολογῶ» (ἴδε [[κλάσις]])· μεταφορ., «[[κόπτω]] τὰ πτερά τινος», ταπεινώνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 166.
}}
{{bailly
|btext=ébrancher ; <i>fig.</i> abattre, décourager.<br />'''Étymologie:''' [[κλαστός]].
}}
}}