Anonymous

μωρία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μωρία''': Ἰων. -ίη, ἡ, (μῶρος) ὡς καὶ νῦν, [[ἀνοησία]], [[ἀφροσύνη]], Ἡρόδ. 1. 146· μωρίας [[πλέως]] Σοφ. Αἴ 1150, πρβλ. 745· μωρίην [[ἐπιφέρω]] τινί, ἀποδίδω ἀνοησίαν εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 131· μωρίαν [[ὀφλισκάνω]], κατηγοροῦμαι ὡς [[μωρός]], Σοφ. Ἀντ. 470, Εὐρ. Μήδ. 1227· ἐδόκει [[μωρία]] [[εἶναι]] [[ταῦτα]] Θουκ. 5. 41· μωρίᾳ φιλονικεῖν, ἀνοήτως, μωρῶς, ὁ αὐτ. 4. 64· τῆς μωρίας! τί [[μωρία]]! Ἀριστοφ. Νεφ. 818, Ἐκκλ. 787· εἰς τοῦτο ἀφῖχθε μωρίας Δημ. 124. 24. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μωρίαι]]· ἁμαρτίαι».
|lstext='''μωρία''': Ἰων. -ίη, ἡ, (μῶρος) ὡς καὶ νῦν, [[ἀνοησία]], [[ἀφροσύνη]], Ἡρόδ. 1. 146· μωρίας [[πλέως]] Σοφ. Αἴ 1150, πρβλ. 745· μωρίην [[ἐπιφέρω]] τινί, ἀποδίδω ἀνοησίαν εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 131· μωρίαν [[ὀφλισκάνω]], κατηγοροῦμαι ὡς [[μωρός]], Σοφ. Ἀντ. 470, Εὐρ. Μήδ. 1227· ἐδόκει [[μωρία]] [[εἶναι]] [[ταῦτα]] Θουκ. 5. 41· μωρίᾳ φιλονικεῖν, ἀνοήτως, μωρῶς, ὁ αὐτ. 4. 64· τῆς μωρίας! τί [[μωρία]]! Ἀριστοφ. Νεφ. 818, Ἐκκλ. 787· εἰς τοῦτο ἀφῖχθε μωρίας Δημ. 124. 24. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μωρίαι]]· ἁμαρτίαι».
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />folie.<br />'''Étymologie:''' [[μωρός]].
}}
}}