Anonymous

ὀχλαγωγός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχλᾰγωγός''': ὁ, ἄγων τὸν ὄχλον, ἀρχηγὸς τῆς ὀχλαγωγίας, Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος, 2. 1, Γαλην.
|lstext='''ὀχλᾰγωγός''': ὁ, ἄγων τὸν ὄχλον, ἀρχηγὸς τῆς ὀχλαγωγίας, Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος, 2. 1, Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui rassemble la foule, <i>particul.</i> charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[ὄχλος]], [[ἀγωγός]].
}}
}}