Anonymous

εὐσθενέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐσθενέω''': ἔχω καλὸν σωματικὸν [[σθένος]], εἶμαι [[ἰσχυρός]], ὑγιής, Εὐρ. Κύκλ. 2· ἐν Ἀριστ. Προβλ. 1. 22., 20. 18, [[μετὰ]] διαφ. γραφ. εὐθενέω.
|lstext='''εὐσθενέω''': ἔχω καλὸν σωματικὸν [[σθένος]], εἶμαι [[ἰσχυρός]], ὑγιής, Εὐρ. Κύκλ. 2· ἐν Ἀριστ. Προβλ. 1. 22., 20. 18, [[μετὰ]] διαφ. γραφ. εὐθενέω.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être vigoureux, robuste;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> se trouver bien.<br />'''Étymologie:''' [[εὐσθενής]].
}}
}}