3,277,172
edits
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς σύναψιν, [[συνδετικός]], [[συμπλεκτικός]], σ. [[σύνδεσμος]] ἢ μόνον ὁ σ., [[σύνδεσμος]] [[συμπλεκτικός]], Πλούτ. 2. 385Ε, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 501. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 189· διάφ. γραφὴ ἀντὶ συναπτῶς, Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169. | |lstext='''συναπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς σύναψιν, [[συνδετικός]], [[συμπλεκτικός]], σ. [[σύνδεσμος]] ἢ μόνον ὁ σ., [[σύνδεσμος]] [[συμπλεκτικός]], Πλούτ. 2. 385Ε, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 501. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 189· διάφ. γραφὴ ἀντὶ συναπτῶς, Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de marquer la connexion ; <i>t. de gramm.</i> συναπτικὸς συνδεσμός PLUT conjonction marquant la connexion, <i>c.</i> [[εἰ]], [[εἴπερ]], <i>etc. ; t. de gramm.</i> corrélatif.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]]. | |||
}} | }} |