Anonymous

συναπτικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς σύναψιν, [[συνδετικός]], [[συμπλεκτικός]], σ. [[σύνδεσμος]] ἢ μόνον ὁ σ., [[σύνδεσμος]] [[συμπλεκτικός]], Πλούτ. 2. 385Ε, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 501. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 189· διάφ. γραφὴ ἀντὶ συναπτῶς, Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169.
|lstext='''συναπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς σύναψιν, [[συνδετικός]], [[συμπλεκτικός]], σ. [[σύνδεσμος]] ἢ μόνον ὁ σ., [[σύνδεσμος]] [[συμπλεκτικός]], Πλούτ. 2. 385Ε, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 501. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 189· διάφ. γραφὴ ἀντὶ συναπτῶς, Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de marquer la connexion ; <i>t. de gramm.</i> συναπτικὸς συνδεσμός PLUT conjonction marquant la connexion, <i>c.</i> [[εἰ]], [[εἴπερ]], <i>etc. ; t. de gramm.</i> corrélatif.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]].
}}
}}