Anonymous

τροπόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τροπόω''': ([[τρόπος]]) ὡς τὸ [[τρέπω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ τραπῇ, [[τρέπω]] εἰς φυγήν, νικῶ, Ἑβδ. (Κριτ. Δ΄, 23, πρβλ. διάφορ. γραφ. ἐν κεφ. Κ΄, 35)· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Διον. Ἁλ. 2. 50.
|lstext='''τροπόω''': ([[τρόπος]]) ὡς τὸ [[τρέπω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ τραπῇ, [[τρέπω]] εἰς φυγήν, νικῶ, Ἑβδ. (Κριτ. Δ΄, 23, πρβλ. διάφορ. γραφ. ἐν κεφ. Κ΄, 35)· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Διον. Ἁλ. 2. 50.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>pf. Pass.</i> τετρόπωμαι;<br />fixer la rame avec la courroie d’attache;<br /><i><b>Moy.</b></i> τροπόομαι-οῦμαι (<i>ao.</i> ἐτροπωσάμην) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[τροπός]].
}}
}}