Anonymous

νεήλατος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεήλᾰτος''': -ον, ([[νέος]], [[ἐλαύνω]] ΙΙΙ) «[[νεοτευχής]]», καθ’ Ἡσύχ.: (ἐξυπακ. ἄλφιτα), τὰ νεωστὶ ἀληλεσμένα, ἀλλὰ [[κυρίως]] νεήλατα ἦσαν [[εἶδος]] πλακουντίων ἐκ νεωστὶ ἀληλεσμένων ἀλφίτων· νεήλατα, τά, Δημ. 314. 1, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 77.
|lstext='''νεήλᾰτος''': -ον, ([[νέος]], [[ἐλαύνω]] ΙΙΙ) «[[νεοτευχής]]», καθ’ Ἡσύχ.: (ἐξυπακ. ἄλφιτα), τὰ νεωστὶ ἀληλεσμένα, ἀλλὰ [[κυρίως]] νεήλατα ἦσαν [[εἶδος]] πλακουντίων ἐκ νεωστὶ ἀληλεσμένων ἀλφίτων· νεήλατα, τά, Δημ. 314. 1, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 77.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />nouvellement étiré ; nouvellement pétri, frais, tendre (pain).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ἐλαύνω]].
}}
}}