Anonymous

ἀνταπολαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνταπολαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[ἀπολαμβάνω]] ἐν τῷ μέρει, [[ἀπολαμβάνω]] ἀμοιβαίως, [[τελέως]] τε καὶ λαμπρῶς [[ἔοικα]] ἀνταπολήψεσθαι τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Πλάτ. Τίμ. 27Β, Δημ. 471. 2.
|lstext='''ἀνταπολαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[ἀπολαμβάνω]] ἐν τῷ μέρει, [[ἀπολαμβάνω]] ἀμοιβαίως, [[τελέως]] τε καὶ λαμπρῶς [[ἔοικα]] ἀνταπολήψεσθαι τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Πλάτ. Τίμ. 27Β, Δημ. 471. 2.
}}
{{bailly
|btext=recevoir en retour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], ἀπολάμβανω.
}}
}}