Anonymous

ἀποκνίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκνίζω''': μέλλ. -ίσω, [[ἀποκόπτω]] ἢ [[ἀποτέμνω]] μικρὸν [[τεμάχιον]], «τσιμπῶ», τι Ἱππ. 677. 6, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 23· ἀπό τινος Διόδ. 2. 4· τινὸς Πλούτ. 2. 977Β.
|lstext='''ἀποκνίζω''': μέλλ. -ίσω, [[ἀποκόπτω]] ἢ [[ἀποτέμνω]] μικρὸν [[τεμάχιον]], «τσιμπῶ», τι Ἱππ. 677. 6, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 23· ἀπό τινος Διόδ. 2. 4· τινὸς Πλούτ. 2. 977Β.
}}
{{bailly
|btext=égratigner, écorcher.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κνίζω]].
}}
}}