Anonymous

πύρινος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πύρῐνος''': [ῠ], -η, -ον, (πῦρ) ὁ ἐκ [[πυρός]], [[πυρώδης]], [[σῶμα]] Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 13, 1, πρβλ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 19· εἰ... ὁ ἀὴρ μὴ πῦρ, ἀλλὰ [[πύρινος]] ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 7, 5· ἄστρα π. Οὐρ. 2. 7, 1· π. νύμφαι, θερμαὶ πηγαί, Ἀνθ. Π. 14: 52.
|lstext='''πύρῐνος''': [ῠ], -η, -ον, (πῦρ) ὁ ἐκ [[πυρός]], [[πυρώδης]], [[σῶμα]] Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 13, 1, πρβλ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 19· εἰ... ὁ ἀὴρ μὴ πῦρ, ἀλλὰ [[πύρινος]] ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 7, 5· ἄστρα π. Οὐρ. 2. 7, 1· π. νύμφαι, θερμαὶ πηγαί, Ἀνθ. Π. 14: 52.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>η, ον :<br />de feu, enflammé, ardent.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]].<br /><span class="bld">2</span>η, ον :<br />de blé, de froment.<br />'''Étymologie:''' [[πυρός]]².
}}
}}