Anonymous

θοόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θοόω''': μέλλ. ώσω, (θοὸς ΙΙ.) [[κάμνω]] τι ὀξὺ ἢ κοπτερόν, «σουβλερόν», ὡς τὸ [[ὀξύνω]], Ὀδ. Ι. 327· τεθοωμένος Νικ. Θηρ. 228. ΙΙ. Παθ., [[παροργίζομαι]], παροξύνομαι, κατά τινος [[αὐτόθι]] 28· λύσσῃ, μανίῃ τεθοωμένος Ὀππ. Ἁλ. 1, 557., 2. 525, πρβλ. Ἑρμησιάνακτ. Ἐλεγ. στ. 11.
|lstext='''θοόω''': μέλλ. ώσω, (θοὸς ΙΙ.) [[κάμνω]] τι ὀξὺ ἢ κοπτερόν, «σουβλερόν», ὡς τὸ [[ὀξύνω]], Ὀδ. Ι. 327· τεθοωμένος Νικ. Θηρ. 228. ΙΙ. Παθ., [[παροργίζομαι]], παροξύνομαι, κατά τινος [[αὐτόθι]] 28· λύσσῃ, μανίῃ τεθοωμένος Ὀππ. Ἁλ. 1, 557., 2. 525, πρβλ. Ἑρμησιάνακτ. Ἐλεγ. στ. 11.
}}
{{bailly
|btext=θοῶ;<br />aiguiser.<br />'''Étymologie:''' [[θοός]].
}}
}}