Anonymous

ἐκθεραπεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκθερᾰπεύω''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[θεραπεύω]]: 1) ἐντελῶς [[θεραπεύω]], Πολύβ. 3. 88, 1. - Μεσ. ἐντελῶς θεραπεύομαι, [[λαμβάνω]] θεραπείαν, Ἱππ. 374, 55. 2) διὰ θεραπειῶν καθιστῶ τινα φίλον μου, Αἰσχίν. 24. 15, Πλουτ. Σόλων 31.
|lstext='''ἐκθερᾰπεύω''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[θεραπεύω]]: 1) ἐντελῶς [[θεραπεύω]], Πολύβ. 3. 88, 1. - Μεσ. ἐντελῶς θεραπεύομαι, [[λαμβάνω]] θεραπείαν, Ἱππ. 374, 55. 2) διὰ θεραπειῶν καθιστῶ τινα φίλον μου, Αἰσχίν. 24. 15, Πλουτ. Σόλων 31.
}}
{{bailly
|btext=se concilier à force de soins : τινά τινι qqn par qch (présents, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[θεραπεύω]].
}}
}}