Anonymous

ἔνυδρις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνυδρις''': ἡ, γεν. -ιος, Ἡρόδ. 4. 109· ἐνυδρίς, ίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 7 κἑξ.: ― «[[ζῷον]] [[ποτάμιον]] ἀμφίβιον ὅμοιον κάστορι» (Ἡσύχ.), κοινῶς «βύδρα», Lutra vulgaris, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 2. 72, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. [[ὕδρος]], «νεροφῖδα», Λατ. enhydris, Πλίν. Η. Ν. 32. 7.
|lstext='''ἔνυδρις''': ἡ, γεν. -ιος, Ἡρόδ. 4. 109· ἐνυδρίς, ίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 7 κἑξ.: ― «[[ζῷον]] [[ποτάμιον]] ἀμφίβιον ὅμοιον κάστορι» (Ἡσύχ.), κοινῶς «βύδρα», Lutra vulgaris, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 2. 72, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. [[ὕδρος]], «νεροφῖδα», Λατ. enhydris, Πλίν. Η. Ν. 32. 7.
}}
{{bailly
|btext=ιος (ἡ) :<br />loutre, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὕδωρ]].
}}
}}