Anonymous

ὑπερκαχλάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερκαχλάζω''': ὑπερμέτρως [[καχλάζω]], ὑπερεκχειλίζω, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 11. 2· τινός, Φιλόστρ. Νεωτ. Εἰκόνες ιβ΄, 27.
|lstext='''ὑπερκαχλάζω''': ὑπερμέτρως [[καχλάζω]], ὑπερεκχειλίζω, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 11. 2· τινός, Φιλόστρ. Νεωτ. Εἰκόνες ιβ΄, 27.
}}
{{bailly
|btext=s’échapper <i>ou</i> déborder en bouillonnant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[καχλάζω]].
}}
}}