Anonymous

ἄχρονος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄχρονος''': -ον, ὁ στερούμενος χρόνου, [[βραχύς]], Πλούτ. 2. 908C· ὁ μὴ ἐν χρόνῳ ὤν, [[αἰώνιος]], Νόνν. Παράφρ. α΄, 1, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 225. ― Ἐπίρρ. -νως Θεμίστ. 196Β.
|lstext='''ἄχρονος''': -ον, ὁ στερούμενος χρόνου, [[βραχύς]], Πλούτ. 2. 908C· ὁ μὴ ἐν χρόνῳ ὤν, [[αἰώνιος]], Νόνν. Παράφρ. α΄, 1, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 225. ― Ἐπίρρ. -νως Θεμίστ. 196Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne dure qu’un instant.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χρόνος]].
}}
}}