Anonymous

κυνηγέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνηγέω''': Δωρ. κυνᾱγέω, Βίων 1. 160· παθ. πρκμ. κεκυνηγῆσθαι Πολύβ. 32. 15. 4· (κυνηγός). Κυνηγῶ, [[θηρεύω]], μεταγενέστερος [[τύπος]] τοῦ [[κυνηγετέω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 10, Πλούτ. ἐν Πέλοπ. 8, κτλ.· μεταφ., [[διώκω]], [[καταδιώκω]], τινὰ Πλάτ. Ἐπιστ. 349Β, κτλ.· πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 432.
|lstext='''κῠνηγέω''': Δωρ. κυνᾱγέω, Βίων 1. 160· παθ. πρκμ. κεκυνηγῆσθαι Πολύβ. 32. 15. 4· (κυνηγός). Κυνηγῶ, [[θηρεύω]], μεταγενέστερος [[τύπος]] τοῦ [[κυνηγετέω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 10, Πλούτ. ἐν Πέλοπ. 8, κτλ.· μεταφ., [[διώκω]], [[καταδιώκω]], τινὰ Πλάτ. Ἐπιστ. 349Β, κτλ.· πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 432.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />chasser.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγός]].
}}
}}